Τρίτη 13 Μαΐου 2008

ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΚΕΠΛΕΡ



Ο Ιωάννης Κέπλερ ήταν Γερμανός αστρονόμος (27 Δεκεμβρίου 157115 Νοεμβρίου 1630) και καταλυτική φυσιογνωμία στην επιστημονική επανάσταση των νεότερων χρόνων. Υπήρξε επίσης μαθηματικός και συγγραφέας, ενώ άσκησε κατά καιρούς και την αστρολογία για βιοποριστικούς λόγους. Είναι περισσότερο γνωστός ως ο «Νομοθέτης του ουρανού» από τους ομώνυμους «Νόμους» του, που αφορούν την κίνηση των πλανητών γύρω από τον Ήλιο και περιγράφονται στα έργα του.


Βιογραφικά στοιχεία

Ο Κέπλερ γεννήθηκε στην «ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη» του Weil der Stadt της Βάδης-Βυρτεμβέργης (σήμερα 30 χιλιόμετρα δυτικά του κέντρου της Στουτγάρδης). Ο παππούς του είχε διατελέσει Δήμαρχος εκεί, αλλά όταν γεννήθηκε ο Γιοχάνες η οικογένειά του είχε παρακμάσει. Ο πατέρας του ήταν μισθοφόρος στρατιώτης και τους άφησε όταν ο Γιοχάνες ήταν πέντε ετών. Πίστεύεται ότι σκοτώθηκε σε πόλεμο στην Ολλανδία. Η μητέρα του, κόρη πανδοχέα, ασχολιόταν με τη βοτανοθεραπεία και αργότερα κατηγορήθηκε για μάγισσα. Γεννημένος πρόωρα, ο Γιοχάνες φαίνεται ότι ήταν ασθενικό παιδί, παρότι εντυπωσίαζε τους ταξιδιώτες στο πανδοχείο του παππού του με τις ικανότητές του στα Μαθηματικά.
Τα ουράνια κίνησαν το ενδιαφέρον του από πολύ μικρή ηλικία, αφού όταν ήταν 5 ετών παρατήρησε τον Κομήτη του 1577, γράφοντας αργότερα ότι «τον πήρε η μητέρα του σε ένα ψηλό μέρος για να τον δει». Σε ηλικία 9 ετών παρακολούθησε την έκλειψη Σελήνης του 1580, και κατέγραψε ότι το φεγγάρι «φαινόταν αρκετά κόκκινο». Επειδή όμως προσβλήθηκε παιδί ακόμα από ευλογιά, που τον άφησε με εξασθενημένη όραση, στράφηκε κυρίως προς τη θεωρητική και μαθηματική Αστρονομία αντί της παρατηρησιακής.

Το 1589, αφού τελείωσε το σχολείο, ο Κέπλερ άρχισε σπουδές Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης (Tübingen), όπου ωστόσο αναδείχθηκε σε εξέχοντα μαθηματικό και κέρδισε τη φήμη επιδέξιου αστρολόγου. Διδάχθηκε από τον Michael Maestlin (1550-1631) τόσο το πτολεμαϊκό όσο και το ηλιοκεντρικό σύστημα και από τότε πίστεψε το δεύτερο, υπερασπίζοντάς το τόσο θεωρητικά όσο και θεολογικά σε φοιτητικές συζητήσεις. Παρά την επιθυμία του να γίνει εφημέριος, κατά το τέλος των σπουδών του ο Κέπλερ προτάθηκε για μία θέση δασκάλου των Μαθηματικών και της Αστρονομίας στο Προτεσταντικό Σχολείο του Γκρατς της Αυστρίας. Αποδέχθηκε τη θέση τον Απρίλιο 1594, σε ηλικία 23 ετών.

Στο Γκρατς, ο Κέπλερ άρχισε να αναπτύσσει μία νέα κοσμολογική θεωρία βασισμένη πάνω στο ηλιοκεντρικό σύστημα, η οποία εκδόθηκε το 1596 υπό τον τίτλο Mysterium Cosmographicum, «Το Ιερό Μυστήριο του Κόσμου» (του Σύμπαντος). Τον Απρίλιο του 1597, ο Κέπλερ νυμφεύθηκε την Barbara Müller, η οποία πέθανε το 1611, αφήνοντας ορφανά δύο παιδιά της με τον Γιοχάνες και ένα από προηγούμενο γάμο.

Τον Δεκέμβριο 1599 ο Τύχων έγραψε στον Κέπλερ προσκαλώντας τον να τον βοηθήσει στο Benátky nad Jizerou, έξω από την Πράγα. Καθώς πιεζόταν να φύγει από το Γκρατς έτσι κι αλλιώς από όλο και αυστηρότερες πολιτικές της Αντιμεταρρυθμίσεως κατά των Προτεσταντών, ο Κέπλερ συναντήθηκε με τον Τύχωνα το έτος 1600. Μετά το θάνατο του Τύχωνα (1601), ο Κέπλερ διορίσθηκε Αυτοκρατορικός Μαθηματικός των Αψβούργων στη θέση του, στη βασιλική αυλή — μία θέση που διατήρησε τυπικά επί τριών διαφορετικών αυτοκρατόρων, από το Νοέμβριο 1601 μέχρι το θάνατό του, το 1630, αν και δεν θα έμενε όλα αυτά τα χρόνια συνεχώς στην Πράγα. Ως Αυτοκρατορικός Μαθηματικός, ο Κέπλερ ανέλαβε την ευθύνη του Τύχωνα για τα ωροσκόπια του Αυτοκράτορα και την ανάθεση να συντάξει τους Ροδόλφειους Πίνακες. Με τη μεγάλη συλλογή των υψηλής ακρίβειας παρατηρησιακών δεδομένων του Τύχωνα στα χέρια, ο Κέπλερ βρήκε την ευκαιρία να εξακριβώσει τη δική του μορφή της ηλιοκεντρικής θεωρίας. Ωστόσο, τα νέα, ακριβέστερα δεδομένα τον υποχρέωσαν να την εγκαταλείψει και να αρχίσει να αναπτύσσει την πρώτη θεωρία που περιελάμβανε μη κυκλικές τροχιές για τους πλανήτες. Η νέα του θεωρία ολοκληρώθηκε το 1606 και δημοσιεύθηκε το 1609 με τον τίτλο Astronomia Nova, «Η Νέα Αστρονομία». Το έργο αυτό περιείχε τους γνωστούς σήμερα ως Πρώτο και Δεύτερο νόμους του Κέπλερ.

Τον Οκτώβριο 1604 ο Κέπλερ παρατήρησε τον υπερκαινοφανή που σήμερα είναι γνωστός ως Υπερκαινοφανής του Κέπλερ. Το 1611 δημοσίευσε (με τη μορφή ενός γράμματος σε φίλο) μια μονογραφία για την προέλευση του σχήματος των χιονονιφάδων, που είναι η παλαιότερη γνωστή εργασία πάνω σε αυτό το θέμα. Τον Ιανουάριο 1612 πέθανε ο Αυτοκράτορας. Για να αποφύγει τις θρησκευτικές εντάσεις στην Πράγα, ο Κέπλερ πήγε ως Επαρχιακός Μαθηματικός στο Λιντς. Το 1615 αποφασίζει και κάνει δεύτερο γάμο, με τη Susanna Ruettinger, με την οποία απέκτησαν αρκετά παιδιά.

Την τετραετία 1617-1621 ο Κέπλερ είχε μία δυσάρεστη περιπέτεια: Η μητέρα του Katharina κατηγορήθηκε ότι ήταν μάγισσα στο Leonberg. Από τον Αύγουστο 1620 φυλακίσθηκε επί 14 μήνες. Χάρη και στην εκτεταμένη νομική υπεράσπιση που οργάνωσε ο Γιοχάνες, απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο 1621 μετά από αποτυχημένες απόπειρες καταδίκης της. Δεν βασανίσθηκε, μόνο «υπέμεινε» τη λεπτομερή περιγραφή των βασανιστηρίων που την περίμεναν ως μάγισσα σε μία τελευταία απόπειρα να της αποσπάσουν ομολογία. Το διάστημα της δίκης της ο Κέπλερ ανέβαλε τα άλλα του έργα (τους Ροδόλφειους Πίνακες και ένα πολύτομο βιβλίο Αστρονομίας για φοιτητές της επιστήμης αυτής) και επικεντρώθηκε στην «αρμονική θεωρία» του. Το αποτέλεσμα τυπώθηκε το 1619 με τον τίτλο Harmonices Mundi («Η Αρμονία των Κόσμων») και περιείχε τον «Τρίτο νόμο του Κέπλερ».
Στις 15 Νοεμβρίου 1630 ο Κέπλερ πέθανε από πυρετό στο Ρέγκενσμπουργκ. Το 1632, ο τάφος του καταστράφηκε από τον σουηδικό στρατό κατά τις εχθροπραξίες του Τριακονταετούς Πολέμου.

Η επιστημονική του συνεισφορά

Ο Κέπλερ ως προς την επιστημονική του φιλοσοφία ήταν ένας Πυθαγόρειος: Πίστευε ότι το θεμέλιο ολόκληρης της Φύσεως είναι μαθηματικές σχέσεις και ότι όλη η Δημιουργία αποτελεί μία ενιαία ολότητα. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την πλατωνική και την αριστοτελική άποψη ότι η Γη ήταν θεμελιωδώς διαφορετική από το υπόλοιπο Σύμπαν (τον «υπερσελήνιο» κόσμο) και ότι σε αυτή ίσχυαν διαφορετικοί φυσικοί νόμοι. Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τους συμπαντικούς φυσικούς νόμους, ο Κέπλερ εφάρμοσε τη γήινη Φυσική σε ουράνια σώματα, από όπου και εξάχθηκαν οι τρεις νόμοι του για την κίνηση των πλανητών. Επίσης, ο Κέπλερ ήταν πεπεισμένος ότι τα ουράνια σώματα επιδρούν στα επίγεια γεγονότα. Υπέθεσε έτσι σωστά ότι η Σελήνη σχετίζεται με την αιτία που δημιουργεί τις παλίρροιες.

Οι Νόμοι του Κέπλερ

Ο Κέπλερ κληρονόμησε από τον Τύχωνα μεγάλο όγκο ακριβέστατων παρατηρησιακών δεδομένων επί των θέσεων των πλανητών. Το δύσκολο ήταν να ερμηνευθούν με κάποια λογική θεωρία. Οι κινήσεις των άλλων πλανητών πάνω στην ουράνια σφαίρα παρατηρούνται από την οπτική γωνία της Γης, η οποία με τη σειρά της περιφέρεται περί τον Ήλιο. Αυτό προκαλεί μια φαινομενικώς περίεργη «τροχιά», κάποτε με τη λεγόμενη «ανάδρομη κίνηση». Ο Κέπλερ επικεντρώθηκε στην τροχιά του Άρεως, αλλά πρώτα έπρεπε να γνωρίζει με ακρίβεια την τροχιά της Γης. Με μία ιδιοφυή σκέψη, χρησιμοποίησε τη γραμμή που ενώνει τον Άρη με τον Ήλιο, αφού γνώριζε τουλάχιστον ότι ο Άρης θα βρισκόταν στο ίδιο σημείο της τροχιάς του κατά χρονικές στιγμές χωριζόμενες από ακέραια πολλαπλάσια της (γνωστής επακριβώς) περιόδου περιφοράς του. Από αυτό υπολόγισε τις θέσεις της Γης στη δική της τροχιά και από αυτές την αρειανή τροχιά. Κατάφερε να εξαγάγει τους Νόμους του χωρίς να γνωρίζει τις (απόλυτες) αποστάσεις των πλανητών από τον Ήλιο, αφού η γεωμετρική του ανάλυση χρειαζόταν μόνο τους λόγους των αποστάσεών τους από τον Ήλιο. Σε αντίθεση με τον Τύχωνα, ο Κέπλερ έμεινε πιστός στο ηλιοκεντρικό σύστημα. Εκκινώντας από αυτό το πλαίσιο, ο Κέπλερ προσπάθησε επί 20 χρόνια να συνταιριάσει τα δεδομένα σε κάποια θεωρία. Τελικώς έφθασε στους εξής τρεις «Νόμους του Κέπλερ» για την κίνηση των πλανητών, που γίνονται δεκτοί σήμερα:

  1. Νόμος των ελλειπτικών τροχιών: Οι πλανήτες περιφέρονται περί τον Ήλιο σε ελλειπτικές τροχιές, των οποίων ο Ήλιος καταλαμβάνει τη μία από τις δύο εστίες.
  2. Νόμος των ίσων εμβαδών: Η επιβατική ακτίνα (η γραμμή που ενώνει ένα πλανήτη με το κέντρο του Ήλιου) σε ίσους χρόνους σαρώνει ίσα εμβαδά. Ο λόγος είναι ότι ο κάθε πλανήτης κινείται ταχύτερα όταν βρίσκεται κοντά στο περιήλιο της τροχιάς του από ό,τι κοντά στο αφήλιο.
  3. Νόμος των περιόδων: Το τετράγωνο του χρόνου που απαιτείται για να συμπληρώσει ένας πλανήτης μία πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο (η περίοδος του πλανήτη) είναι ανάλογο του κύβου του μεγάλου ημιάξονα της ελλειπτικής του τροχιάς, και η σταθερά της αναλογίας είναι η ίδια για όλους τους πλανήτες.

Εφαρμόζοντας αυτούς τους νόμους, ο Κέπλερ υπήρξε ο πρώτος αστρονόμος που προέβλεψε με επιτυχία μία διάβαση της Αφροδίτης (του έτους 1631). Με τη σειρά τους, οι Νόμοι του Κέπλερ υπήρξαν συνήγοροι του ηλιοκεντρικού συστήματος, αφού ήταν τόσο απλοί μόνο με την παραδοχή ότι όλοι οι πλανήτες περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο.

Πολλές δεκαετίες μετά, οι Νόμοι του Κέπλερ εξάχθηκαν και εξηγήθηκαν με τη σειρά τους ως συνέπειες των νόμων της κινήσεως και του Νόμου της Παγκόσμιας Έλξεως (βαρύτητας) του Ισαάκ Νεύτωνα.

  • Ο Κέπλερ στην πραγματικότητα ανεκάλυψε τον «τρίτο» Νόμο του πριν από τους άλλους δύο, στις 8 Μαρτίου 1618, αλλά απέρριψε την ιδέα μέχρι τις 15 Μαΐου 1618, οπότε και επαλήθευσε το αποτέλεσμά του, που δημοσιεύθηκε στο Harmonice Mundi (1619).


Ερευνητικό έργο στα Μαθηματικά και τη Φυσική

Ο Κέπλερ πραγματοποίησε πρωτοπόρες έρευνες στα πεδία της Συνδυαστικής, της γεωμετρικής βελτιστοποιήσεως και φυσικών φαινομένων στη Φύση, όπως το σχήμα των νιφάδων του χιονιού. Υπήρξε επίσης ένας από τους ιδρυτές της σύγχρονης Οπτικής, ορίζοντας π.χ. τα αντιπρίσματα και επινοώντας το κεπλεριανό τηλεσκόπιο (στα έργα του Astronomiae Pars Optica και Dioptrice). Επειδή ήταν ο πρώτος που ανεγνώρισε τα μη κυρτά κανονικά γεωμετρικά στερεά (όπως τα αστεροειδή δωδεκάεδρα), αυτά ονομάζονται και «Στερεά του Κέπλερ» προς τιμή του. Επίσης, ο Κέπλερ διατηρούσε επαφή με τον Wilhelm Schickard, εφευρέτη του πρώτου αυτόματου υπολογιστή, του οποίου οι επιστολές προς τον Κέπλερ περιγράφουν τον τρόπο χρήσεως του μηχανισμού για τον υπολογισμό αστρονομικών πινάκων.

ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ



Αγνωστικισμός ονομάζεται η φιλοσοφική θεώρηση ότι η αλήθεια ορισμένων ισχυρισμών, συγκεκριμένα οι θεολογικοί ισχυρισμοί που αφορούν την ύπαρξη του Θεού, των θεών ή θεοτήτων, είναι είτε προς το παρόν άγνωστη είτε εγγενώς απρόσιτη. Ο όρος αυτός, καθώς και ο σχετικός όρος αγνωστικιστής πλάστηκαν από τον Τόμας Χάξλεϋ (Thomas Henry Huxley) στα 1869 και χρησιμοποιούνται επίσης για να περιγράψουν εκείνους που υϊοθετούν μια σκεπτικιστική ή διπλωματική στάση σχετικά με την ύπαρξη θεοτήτων καθώς και με άλλα ζητήματα της θρησκείας. Η λέξη αγνωστικιστής προέρχεται από το στερητικό α και τη γνώση. Ο Αγνωστικισμός δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη θεώρηση που αντιμάχεται ειδικά το δόγμα της γνώσης και τον Γνωστικισμό—αυτές είναι θρησκευτικές έννοιες που δεν σχετίζονται εν γένει με τον αγνωστικισμό.

Ο αγνωστικισμός ως κίνημα εμπόδισε πολλούς ανθρώπους ανά τους αιώνες από το να προσεγγίσουν έννοιες μακρινές όπως ο θεός. Ειδικά αν υποθέσουμε πως ο θεός είναι μια ανθρώπινη επινόηση, το κίνημα και η εν γένει αυτή ιδεολογία απέτρεψε πολλούς φιλοσόφους από το ασχοληθούν με το θέμα του θεού και της σημασίας στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Σήμερα μια οποιαδήποτε αναφορά στη φύση και την ουσία του θεού, η οποία κατά την Εκκλησία είναι "αμέθεκτη" δηλαδή μη προσεγγίσιμη, είναι ικανή να προκαλέσει αναστάτωση στους κύκλους των συντηρητικών της θρησκείας. Επίσης, απέτρεψε τις έρευνες για την ανθρώπινη συμπεριφορά και για τους λόγους που οδήγησαν στη δημιουργία θρησκειών. (σσ: Το περιοδικό Time είχε ως κεντρικό θέμα "The God gene" συμφωνα με το οποιο υπήρχαν ενδείξεις ότι η τάση προς κάτι ανώτερο, και προς τη θρησκεία, προικονομείται από βιολογικούς παράγοντες, και δη, από το γενετικό μας υλικό


Μερικές φιλοσοφικές απόψεις

Μεταξύ των πιο διάσημων αγνωστικιστών (με την αρχική έννοια του όρου) συγκαταλέγονταν ο Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ, ο Κάρολος Δαρβίνος και ο Μπέρτραντ Ράσσελ. Έχει υποστηριχθεί με βάση τα έργα του Ντέιβιντ Χιούμ, ιδιαίτερα τους Διαλόγους σχετικά με την Φυσική Θρησκεία (Dialogues Concerning Natural Religion), ότι υπήρξε αγνωστικιστής, αλλά τούτο παραμένει ανοιχτό προς συζήτηση. Επίσης, ο αρχαίος Έλληνας σοφιστής Πρωταγόρας είχε εκφράσει ουσιαστικά, αναφερόμενος στους θεούς, την άποψη του ισχυρού αγνωστικισμού, μολονότι η χρήση του όρου είναι στην περίπτωση αυτή αναχρονιστική.

Πρωταγόρας

Ο αρχαίος Έλληνας σοφιστής Πρωταγόρας, όταν του ζήτησαν να τοποθετηθεί σχετικά με την ύπαρξη των θεών, έδωσε την παρακάτω απάντηση:

"Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να γνωρίζουμε. Από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής" (Diels Kanz 80 Β4).

Για αυτή του τη δήλωση ο Πρωταγόρας εξορίστηκε και τα βιβλία του ρίχτηκαν στην πυρά. Δεν είναι απόλυτα σαφές αν ο Πρωταγόρας θεωρούσε την ύπαρξη των θεών εγγενώς ανεξιχνίαστη ή απλώς εξαιρετικά δύσκολη να διαπιστωθεί. Η φράση "το άδηλο του ζητήματος" κλίνει προς την πρώτη εκδοχή· η φράση "η συντομία της ανθρώπινης ζωής" προς τη δεύτερη. Κατά συνέπεια, η κατάταξή του στους ισχυρούς αγνωστικιστές (βλ. παρακάτω, παραλλαγές του αγνωστικισμού) πρέπει να γίνεται με επιφύλαξη. Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να τον συμπεριλάβουμε στους αγνωστικιστές.

Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ

Οι αγνωστικές απόψεις είναι παλιές όσο και ο φιλοσοφικός σκεπτικισμός, αλλά οι όροι "αγνωστικιστής" και "αγνωστικισμός" πλάστηκαν από τον Χάξλεϋ με σκοπό να συνοψίσει τις σκέψεις του σχετικά με τις εξελίξεις της εποχής του στη μεταφυσική, που αφορούσαν το "απροσμέτρητο" (Χάμιλτον) και το "ανεξιχνίαστο" (Χέρμπερτ Σπένσερ). Είναι σημαντικό, επομένως, να αποσαφηνίσουμε τις απόψεις του ίδιου του Χάξλεϋ επί του θέματος. Αν και ο Χάξλεϋ ξεκίνησε να χρησιμοποιεί τον όρο "αγνωστικιστής" στα 1869, οι απόψεις του είχαν διαμορφωθεί κάπως νωρίτερα. Σε επιστολή του προς τον Τσαρλς Κίνγκσλεϋ (23 Σεπτεμβρίου, 1860) αναπτύσσει εκτενώς τις απόψεις του:

"Την αθανασία του ανθρώπου ούτε την βεβαιώνω ούτε την αρνούμαι. Δεν βλέπω κανένα λόγο να την πιστέψω, από την άλλη όμως, δεν έχω και κανένα τρόπο να την καταρρίψω. Δεν αντιτίθεμαι a priori στο δόγμα. Κανένας άνθρωπος που πρέπει να κατατρίβεται καθημερινώς και συνεχώς με τη φύση δεν έχει την πολυτέλεια να απασχολείται με a priori δυσκολίες. Δώστε μου σχετικές αποδείξεις, τέτοιες που θα δικαιολογούσαν την πίστη μου σε οτιδήποτε άλλο, και θα το πιστέψω. Και γιατί όχι; Δεν είναι [η αθανασία του ανθρώπου] ούτε κατά το ήμισυ τόσο θαυμαστή όσο η διατήρηση της δύναμης ή η αφθαρσία της ύλης [...]"
"Δεν ωφελεί να μου μιλάτε για αναλογίες και πιθανολογίες. Γνωρίζω τι εννοώ όταν λέω ότι πιστεύω στο νόμο του αντιστρόφου τετραγώνου, και δεν θα εναποθέσω τη ζωή και τις ελπίδες μου σε ασθενέστερες πεποιθήσεις [...]"
"Το ότι η προσωπικότητά μου είναι το βεβαιότερο απ' όσα γνωρίζω ίσως είναι αλήθεια. Αλλά η απόπειρα να συλλάβω το τι ακριβώς είναι αυτή με οδηγεί απλώς σε λεκτικές λεπτολογίες. Έχω αναμασήσει πια όλες εκείνες τις αερολογίες για το εγώ και το μη-εγώ, νούμενα και φαινόμενα και άλλα τέτοια, αρκετά συχνά ώστε να γνωρίζω ότι, επιχειρώντας ακόμη και να σκεφτεί αυτές τις ερωτήσεις, το ανθρώπινο μυαλό σπαρταράει αβοήθητο σαν ψάρι έξω από τα νερά του [...]"

Σχετικά με την προέλευση του όρου "αγνωστικιστής" για να περιγράψει τη στάση του, ο Χάξλεϋ έδωσε (Coll. Ess. v. pp. 237-239) την ακόλουθη εξήγηση:

"Έτσι σκέφτηκα, και εφηύρα τον κατάλληλο, κατά τη γνώμη μου, τίτλο 'αγνωστικιστής'. Μου ήρθε στο νου ως δηλωτικά αντίθετος στον τίτλο 'γνωστικιστής' της Εκκλησιαστικής ιστορίας, ο οποίος διατεινόταν ότι γνωρίζει τόσο πολλά για αυτά τα ίδια πράγματα που εγώ δηλώνω αδαής. Προς μεγάλη μου ικανοποίηση, ο όρος έπιασε."

Ο αγνωστικισμός του Χάξλεϋ πιστεύεται ότι είναι φυσική συνέπεια των φιλοσοφικών και διανοητικών συνθηκών της δεκαετίας του 1860, όταν η δυσανεξία του κλήρου προσπαθούσε να καταπνίξει τις επιστημονικές ανακαλύψεις που φαίνονταν να συγκρούονται με μια κυριολεκτική ερμηνεία του βιβλίου της Γένεσης και άλλα εδραιωμένα χριστιανικά δόγματα. Ο αγνωστικισμός δεν θα πρέπει, ωστόσο, να συγχέεται με τον ντεϊσμό, τον πανθεϊσμό ή άλλες ευνοϊκές προς την επιστήμη μορφές θεϊσμού.

Χάριν αποσαφήνισης, ο Χάξλεϋ δηλώνει, "Σε θέματα διανόησης, ακολουθήστε τη λογική μέχρι εκεί που μπορεί να σας βγάλει, χωρίς να σας απασχολεί οποιαδήποτε άλλη έγνοια. Και αντίστροφα: σε θέματα διανόησης, μην προσποιείστε ότι είναι βέβαια συμπεράσματα τα οποία δεν έχουν αποδειχθεί ή δεν μπορούν να αποδειχθούν" (Χάξλεϋ, Αγνωστικισμός, 1889). Ο Α. Γ. Μόμερι παρατηρεί ότι αυτό δεν είναι παρά ένας ορισμός της εντιμότητας. Ο συνήθης ορισμός του Χάξλεϋ προχωρούσε ωστόσο πέραν της απλής εντιμότητας, καθώς επέμενε ότι αυτά τα μεταφυσικά ζητήματα ήταν θεμελιωδώς ανεξιχνίαστα.

Κάρολος Δαρβίνος

Στα 1879, καθώς ο Δαρβίνος έγραφε την αυτοβιογραφία του, έλαβε ένα γράμμα όπου τον ρωτούσαν αν πιστεύει στο Θεό, και αν ο θεϊσμός είναι συμβατός με την εξέλιξη. Απάντησε ότι ένας άνθρωπος "μπορεί να είναι ένθερμος Θεϊστής και παράλληλα εξελικτιστής", παραθέτοντας τον Τσαρλς Κίνγκσλεϋ (Charles Kingsley) και τον Άσα Γκρέυ (Asa Gray) ως παραδείγματα και λέγοντας για τον εαυτό του ότι "δεν υπήρξα ποτέ Άθεος με την έννοια της άρνησης της ύπαρξης του Θεού". Πρόσθεσε, "Σκέφτομαι ότι σε γενικές γραμμές (όλο και περισσότερο μάλιστα καθώς γερνάω), αλλά όχι πάντοτε, ο όρος Αγνωστικιστής θα περιέγραφε καλύτερα την πνευματική μου στάση."

Την Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 1881 ο Δαρβίνος δέχτηκε επίσκεψη από τους αθεϊστές Καθηγητές Λούντβιχ Μπύχνερ (Ludwig Büchner) και Έντουαρντ Έηβελινγκ (μετέπειτα συνεργάτη της Ελέανορ Μαρξ - Eleanor Marx ). Ο γιος του Δαρβίνου Φρανκ ήταν παρών, και η σύζυγός του Έμμα (Emma Darwin) προσκάλεσε τον παλιό τους φίλο τον Αιδεσιμότατο Brodie Innes. Ο Δαρβίνος εξήγησε χαριτολογώντας ότι "ο Brodie κι εγώ είμαστε φίλοι εδώ και 30 χρόνια. Δεν έχουμε ποτέ συμφωνήσει απολύτως σε κανένα θέμα, αλλά κατά καιρούς έχουμε κοιτάξει ο ένας τον άλλον και σκεφτήκαμε τότε ότι ένας από τους δυό μας πρέπει να είναι πολύ άρρωστος". Στη συζήτηση που ακολούθησε το δείπνο, ο Δαρβίνος ρώτησε τους καλεσμένους του: "Γιατί αυτοαποκαλείστε Άθεοι;", λέγοντας ότι προτιμούσε τον όρο "Αγνωστικιστης". Ο Έηβελινγκ απάντησε, "Αγνωστικιστής δεν σημαίνει παρά Αθεϊστής, δοσμένο με αξιοπρέπεια - και Αθεϊστής σημαίνει απλώς Αγνωστικιστής, δοσμένο επιθετικά". Ο Δαρβίνος αποκρίθηκε ρωτώντας "Γιατί να είστε τόσο επιθετικοί;", αναρωτώμενος ποιο το όφελος να επιβάλεις νέες ιδέες στους ανθρώπους, τη στιγμή που η ελεύθερη σκέψη ήταν "μια χαρά" για τους μορφωμένους, ήταν όμως ο πολύς κόσμος "ώριμος για κάτι τέτοιο;" Ο Έηβελινγκ ρώτησε τότε τι θα γινόταν αν "οι επαναστατικές ιδέες της Φυσικής και Σεξουαλικής Επιλογής" είχαν περιοριστεί να είναι κτήμα "λίγων εκλεκτών" και είχε [ο Δαρβίνος] καθυστερήσει την έκδοση της Καταγωγής των Ειδών, πού θα βρισκόταν τότε ο κόσμος; Σίγουρα "το ίδιο το δικό του γλαφυρό παράδειγμα" ενθάρρυνε τους ελεύθερα σκεπτόμενους να διακηρύττουν την αλήθεια "φωνάζοντάς την από τις στέγες των σπιτιών", αλλά ενώ ο Δαρβίνος συμφωνούσε ότι ο Χριστιανισμός "δεν υποστηριζόταν από τις ενδείξεις", δεν είχε βιαστεί να επιβάλει την ιδέα αυτή σε κανέναν και μάλιστα "Δεν εγκατέλειψα τον Χριστιανισμό παρά αφού έφτασα σε ηλικία σαράντα ετών."


Παραλλαγές

Άλλες παραλλαγές είναι:
  • Ο ισχυρός αγνωστικισμός (ή αλλιώς σκληροπυρηνικός αγνωστικισμός, κλειστός αγνωστικισμός, αυστηρός αγνωστικισμός) — η άποψη ότι το ερώτημα για την ύπαρξη των θεοτήτων είναι από τη φύση του ανεξιχνίαστο ή ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένα να κρίνουν τις σχετικές ενδείξεις.
  • Ο ασθενής αγνωστικισμός (ή αλλιώς μετριοπαθής αγνωστικισμός, ανοιχτός αγνωστικισμός, εμπειρικός αγνωστικισμός) — η άποψη ότι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού ή των θεών είναι προς το παρόν άγνωστη, όχι όμως απαραίτητα ανεξιχνίαστη, επομένως αναβάλλει κανείς την κρίση του μέχρις ότου περισσότερες αποδείξεις είναι διαθέσιμες.
  • Ο απαθής αγνωστικισμός (ή αλλιώς "ιγνωστικισμός" ή απαθεϊσμός) — η άποψη ότι το ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη των θεοτήτων είναι χωρίς νόημα, διότι δεν έχει παρατηρήσιμες συνέπειες.
  • Ο αναπαραστατικός αγνωστικισμός (model agnosticism) — η άποψη ότι τα φιλοσοφικά και μεταφυσικά ερωτήματα δεν είναι εντέλει επαληθεύσιμα, αλλά ότι θα έπρεπε να οικοδομηθεί ένα μοντέλο ευέλικτων υποθέσεων πάνω στη βάση της λογικής σκέψης. Ας σημειωθεί ότι ο κλάδος αυτός του αγνωστικισμού διαφέρει από τους υπόλοιπους ως προς το ότι δεν εστιάζεται στο ερώτημα της ύπαρξης θεοτήτων.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

ΚΑΥΣΙΜΑ-ΓΙΟΚ

ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ ΤΑ ΚΑΥΣΙΜΑ Σ'ΟΛΗ ΤΗ ΧΩΡΑ ΑΝ ΚΑΙ ΕΦΟΔΙΑΣΤΗΚΕ ΕΝ ΜΕΡΕΙ Η ΑΤΤΙΚΗ.
ΟΙ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΟΜΩΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΔΗΓΟΥΣ ΤΩΝ ΒΥΤΙΟΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΝ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΥΞΗΣΕΙΣ.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΝ ΤΕΛΙΚΑ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ,ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΟΧΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ.Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΔΕΝ ΕΦΕΡΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΚΑΙ Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΕΠ'ΑΟΡΙΣΤΟΝ.

ΙΔΩΜΕΝ........ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ.............

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΣ



Τόσο στην Ειδική Θεωρία Σχετικότητας όσο και στην Γενική Θεωρία Σχετικότητας, ο χρόνος και ο τρισδιάστατος χώρος θεωρούνται ως μία τετραδιάστατη πολλαπλότητα (manifold), που λέγεται χωροχρόνος. Η έννοια του χωροχρόνου πρωτοεμφανίστηκε το 1908 σε μια μαθηματική πραγματεία του Μινκόφσκι για τη γεωμετρία του χώρου και του χρόνου όπως αυτή είχε οριστεί στην ειδική θεωρία της σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν. Ο Αϊνστάιν είχε δημοσιεύσει το 1905 ένα άρθρο που σχετιζόταν με τους θεμελιώδεις νόμους του ηλεκτρομαγνητισμού και ονομαζόταν Περί της ηλεκτροδυναμικής των εν κινήσει σωμάτων. Αυτή η θεωρία προκάλεσε στις αρχές του 20ού αιώνα μια από τις μεγαλύτερες ανατροπές δεδομένων στον κόσμο της φυσικής.

Το χωροχρονικό συνεχές περιλαμβάνει τέσσερις διαστάσεις: τρεις διαστάσεις για το χώρο και μια για το χρόνο. Ένα σημείο στον χωρόχρονο ονομάζεται γεγονός. Το κάθε γεγονός καθορίζεται από τέσσερις συντεταγμένες, (ct, x, y, z), η φυσική σημασία των οποίων εξαρτάται από το ποιο σύστημα συντεταγμένων χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τον χωρόχρονο. Παραδείγματα τέτοιων γεγονότων είναι η έκρηξη ενός αστέρα ή το χτύπημα ενός τύμπανου.Ο χωροχρόνος είναι ανεξάρτητος του παρατηρητή. Παρ’ όλα αυτά, για την περιγραφή των φυσικών φαινομένων ο κάθε παρατηρητής επιλέγει ένα κατάλληλο σύστημα συντεταγμένων. Τα γεγονότα καθορίζονται από τέσσερις πραγματικούς αριθμούς σε κάθε σύστημα συντεταγμένων.

Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο χρόνος δεν είναι ο ίδιος ανάλογα με το σύστημα αναφοράς στο οποίο γίνεται η μέτρηση του. Αυτό ωστόσο έχει σε μεγάλο βαθμό αποδειχθεί πειραματικά, ειδικότερα στους επιταχυντές σωματιδίων του CERN.

Ο χρόνος εξαρτάται από το σύστημα αναφοράς στο οποίο γίνεται η μέτρηση του κι επομένως δεν είναι απόλυτος. Το ίδιο ισχύει για τον χώρο. Το μήκος ενός αντικειμένου μπορεί να είναι διαφορετικό ανάλογα με το σύστημα αναφοράς της μέτρησης.

Μόνο ο χωροχρόνος ως ενοποιημένη έννοια, που είναι μαθηματικά χώρος του Μινκόφσκι, είναι απόλυτος, ενώ οι συνιστώσες του, ο χώρος και ο χρόνος, αποτελούν πλευρές του που εξαρτώνται από τον παρατηρητή (το σύστημα αναφοράς).Η σχέση μεταξύ της μέτρησης χώρου και χρόνου που δίνεται από την παγκόσμια σταθερά c (την ταχύτητα του φωτός στο κενό), επιτρέπει την περιγραφή μιας απόστασης d με μέτρο το χρόνο: d = ct, t όντας ο χρόνος που χρειάζεται το φως για να διασχίσει την απόσταση d. Ο Ήλιος απέχει 150 εκατομμύρια χιλιόμετρα, δηλαδή 8 λεπτά φωτός από τη Γη. Με τον όρο λεπτά φωτός, γίνεται λόγος για μια μέτρηση του χρόνου που πολλαπλασιάζεται με το c, κι έτσι εξάγεται μια μέτρηση απόστασης, στην περίπτωση αυτή, σε χιλιόμετρα. Μ' άλλα λόγια, χάρη στο c μονάδες χρόνου μετατρέπονται σε μονάδες απόστασης. Χιλιόμετρα και λεπτά φωτός είναι επομένως δυο μονάδες μέτρησης της απόστασης.

Αυτό που ενοποιεί χώρο και χρόνο στην ίδια εξίσωση είναι ότι η μέτρηση του χρόνου μπορεί να μετασχηματιστεί σε μέτρηση απόστασης (πολλαπλασιάζοντας το t, που εκφράζεται σε μονάδες χρόνου, με το c), και το t μπορεί έτσι να ταυτιστεί με τις τρεις άλλες συντεταγμένες απόστασης σε μια εξίσωση όπου όλες οι μετρήσεις γίνονται με μονάδες απόστασης. Από αυτήν την άποψη θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο χρόνος είναι χώρος!

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

ΤΣΙΠΡΑΣ ΚΑΤΑ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ

Ο πρωθυπουργός κάνει πως δεν ακούει για τα προβλήματα της χώρας, τόνισε ο Αλ.Τσίπρας

ΑΠΕ

Αθήνα
Στείλε το άρθρο με emailΤύπωσε το άρθρο


ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΘΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΤΕ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ.
ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΟΜΩΣ ΠΡΕΠΕΙ Ο ΤΣΙΠΡΑΣ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΟΤΙ ΟΝΤΑΣ ΠΛΕΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΟΜΑΤΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΝΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΕΤΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΛΥΣΕΙΣ.
ΕΤΣΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ?

ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ.


ΦΡΟΥΝΤ



Σίγκμουντ Φρόυντ
Σίγκμουντ Φρόυντ

Ο Σίγκμουντ Φρόυντ , 6 Μαΐου 185623 Σεπτεμβρίου 1939) ήταν Αυστριακός ιατρός, φυσιολόγος, ψυχίατρος και θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής σχολής στον τομέα της ψυχολογίας. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους πλέον βαθυστόχαστους αναλυτές του 20ου αιώνα που μελέτησε και προσδιόρισε έννοιες όπως το ασυνείδητο, η απώθηση και η παιδική σεξουαλικότητα.Οι επιστημονικές θεωρίες του Φρόυντ και οι τεχνικές θεραπείας που ανέπτυξε θεωρήθηκαν ιδαίτερα καινοτόμες και αποτέλεσαν αντικείμενα έντονης αμφισβήτησης όταν παρουσιάστηκαν στη Βιέννη του 19ου αιώνα. Ωστόσο και σήμερα συνεχίζουν να εγείρουν έντονο προβληματισμό και αντιπαραθέσεις. Η επίδραση του Φρόυντ δεν περιορίστηκε μόνο επιστήμης (ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία) στην ψυχολογία και την ψυχιατρική, αλλά ταυτόχρονα απλώθηκε σε πολλούς τομείς της τέχνης.

Σπουδές και πρώτες έρευνες

Το φθινόπωρο του 1873 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στη σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Πέρα από τα καθιερωμένα μαθήματα που απαιτούνταν, παρακολούθησε επίσης με ενδιαφέρον διαλέξεις στη φιλοσοφία. Το Μάρτιο του 1876, ανέλαβε την πρώτη του πρωτότυπη έρευνα, υπό την επίβλεψη του καθηγητή ζωολογίας Καρλ Κλάους, ο οποίος ήταν επικεφαλής του Ινστιτούτου Συγκριτικής Ανατομίας. Ο Φρόυντ υπήρξε ένας από τους πρώτους επιστήμονες που χρηματοδοτήθηκαν για έρευνα στον Ζωολογικό Πειραματικό Σταθμό που είχε ιδρυθεί στην Τεργέστη. Στα πλαίσια της έρευνάς του, ασχολήθηκε με τη θαλάσσια ζωολογία και ειδικότερα με το πρόβλημα της γοναδικής δομής των χελιών. Στο τέλος του τρίτου έτους σπουδών του, ξεκίνησε η συνεργασία του με τον φυσιολόγο Ερνστ Βίλελμ φον Μπρύκε (Ernst von Brücke), ο οποίος αποτελούσε εκπρόσωπο τής σχολής φυσιολογίας του Helmholtz, η οποία προσπαθούσε να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα στη βάση φυσικοχημικών διεργασιών. Το 1876 έγινε δεκτός στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Μπρύκε στο πανεπιστήμιο, όπου εργάστηκε κατέχοντας τον τίτλο του famulus, αποτελώντας ερευνητή φοιτητή. Ο Φρόυντ ερεύνησε ένα γένος ψαριών (πετρόμυζον), και ειδικότερα ένα ιδιόμορφο κύτταρό τους, που είχε νωρίτερα ανακαλυφθεί. Η εργασία του εντασσόταν στα πλαίσια ενός ευρύτερου προβληματισμού, σχετικά με το ερώτημα της εποχής εκείνης αν το νευρικό σύστημα των ανώτερων ζώων διαφέρει από εκείνο των κατώτερων. Η έρευνά του κατέληξε σε μία ανακάλυψη ιδιαίτερης σημασίας, καθώς αποδείκνυε πως τα κύτταρα του νευρικού συστήματος των κατώτερων ζώων εμφάνιζαν μία συνέχεια με εκείνα των ανώτερων. Tο 1878, παρουσιάστηκε από τον Brücke στην Ακαδημία και λίγο αργότερα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό που εξέδιδε. Το επόμενο διάστημα ασχολήθηκε με το ίδιο γενικό πρόβλημα και υπήρξε ο πρώτος που παρατήρησε το θεμελιώδες χαρακτηριστικό των νευρικών ινών, πως οι κυλινδράξονές τους είναι ανεξαιρέτως ινιδιακοί σε ότι αφορά τη δομή τους. Σύμφωνα με το μαθητή και φίλο τού Φρόυντ, Έρνεστ Τζόουνς, οι μελέτες του θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν μεταξύ των πρωτοπόρων της νευρωνικής θεωρίας, αν ο ίδιος δεν περιόριζε τις σκέψεις του στις «λογικές και όχι απώτερες συνέπειές τους»[1].

Το 1879 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, διάρκειας ενός έτους, και στις 30 Μαρτίου1881 απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα, αριστεύοντας στις τελικές εξετάσεις. Σε σχέση με την κανονική διάρκεια σπουδών της εποχής εκείνης, ο Φρόυντ καθυστέρησε σημαντικά στη λήψη του διπλώματός του, πιθανώς εξαιτίας της ερευνητικής του δραστηριότητας, η οποία όπως ανέφερε ο ίδιος σε επιστολή του αποτελούσε εμπόδιο στη μελέτη του[2]. Το επόμενο διάστημα συνέχισε να εργάζεται στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Brücke, γεγονός που θεωρείται ενδεικτικό της κλίσης του προς την έρευνα και της αποστροφής του προς την άσκηση της ιατρικής. Η θεωρητική του σταδιοδρομία έλαβε τέλος το 1882, όταν εξαιτίας της οικονομικής του κατάστασης αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του στο ινστιτούτο, προκειμένου να εργαστεί ως γιατρός στο Γενικό Νοσοκομείο της Βιέννης, όπου θα εξασφάλιζε περισσότερα χρήματα. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε και η επιθυμία του να παντρευτεί την Μάρθα Μπέρναϋς (1861-1951), με την οποία είχε αρραβωνιαστεί τον Ιούνιο του 1882 και κατ' επέκταση η ανάγκη του να είναι σε θέση να συντηρήσει μία οικογένεια. Αρχικά επέλεξε να ενταχθεί στα τμήματα που άπτονταν τής χειρουργικής, παραμένοντας σε αυτά για δύο μόλις μήνες. Στη συνέχεια εργάστηκε για έξι μήνες στο τμήμα παθολογίας του διακεκριμένου ιατρού Χέρμαν Νότναγκελ, πριν μετατεθεί τελικά στην ψυχιατρική κλινική, στην οποία ήταν επικεφαλής ο διευθυντής του νοσοκομείου Theodor Meynert (1833-92), διακεκριμένος ανατόμος της εποχής. Τον Οκτώβριο του 1883 μετακινήθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά στο δερματολογικό τμήμα. Ο Φρόυντ επιθυμούσε να αποκτήσει εμπειρία ειδικότερα στις συφιλιδικές ασθένειες, καθώς η σύφιλη συνδεόταν με τις παθήσεις του νευρικού συστήματος. Στις αρχές του 1884 εργάστηκε επίσης στο τμήμα των νευρικών ασθενειών (Nervenabteilung) όπου αποκόμισε σημαντική εμπειρία.

Οι μελέτες που πραγματοποίησε ο Φρόυντ στο Γενικό Νοσοκομείο, σχετικά με την κλινική χρήση της κοκαΐνης θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικές και χαρακτηρίζουν την αποκαλούμενη «περίοδο της κοκαΐνης» (1884-87). Η πρώτη αναφορά του Φρόυντ πάνω στη χρήση της ουσίας χρονολογείται στις 21 Απριλίου του 1884, όταν σε μία επιστολή του ανακοίνωσε το ενδιαφέρον του στην αναζήτηση πιθανών χρήσεών της σε περιπτώσεις καρδιοπάθειας ή νευρικής κατάπτωσης. Με βάση την προσωπική του εμπειρία πάνω στη χρήση της, αλλά και δοκιμές που πραγματοποίησε, ολοκλήρωσε μία μελέτη με τίτλο Περί κοκαΐνης (Über Coca) που εκδόθηκε το 1885. Ο Φρόυντ κατέληγε πως η κοκαΐνη ήταν κατάλληλη για χρήση σε περιπτώσεις νευρασθενειών, δυσπεψίας, καθώς και ικανή να αντικαταστήσει τη μορφίνη. Υπέδειξε επιπλέον ένα μηχανισμό δράσης της, ο οποίος επιβεβαιώθηκε αργότερα, σύμφωνα με τον οποίο, η ουσία δρα διεγερτικά, αναστέλλοντας την επενέργεια των παραγόντων που καταστέλλουν τα σωματικά αισθήματα. Η μελέτη τού Φρόυντ έστρεψε την προσοχή των ιατρών στην κοκαΐνη και λίγους μήνες αργότερα, ο οφθαλμολόγος Καρλ Κόλερ επέκτεινε τη χρήση της ανακαλύπτοντας πως λειτουργεί αναισθητικά στο μάτι. Ο Φρόυντ χορήγησε κοκαΐνη στον φίλο και δάσκαλό του Ερνστ Φλάισλ φον Μάρξοφ. Ο Φλάισλ είχε εθιστεί στη μορφίνη, την οποία χρησιμοποιούσε για να αντιμετωπίσει τον πόνο εξαιτίας συνεχούς νεοπλασίας νευρωμάτων στον ακρωτηριασμένο, λόγω μόλυνσης, αντίχειρά του. Ο Φρόυντ πίστευε πως με τη χορήγηση κοκαΐνης θα ξεπερνούσε τον εθισμό του στη μορφίνη, ωστόσο οδήγησε σε χειρότερο εθισμό και χρόνια δηλητηρίαση. Από τον Ιούλιο του 1885 έκαναν την εμφάνισή τους επιθετικές κριτικές στον Φρόυντ, σε σχέση με την θέση του υπέρ τής κλινικής χρήσης της κοκαΐνης, κατηγορούμενος δημόσια πως εξαπέλυε την «τρίτη μάστιγα της ανθρωπότητας» (μαζί με το αλκοόλ και τη μορφίνη).

Απαρχές της ψυχανάλυσης

Το Σεπτέμβριο του 1885 διορίστηκε με τον τίτλο του Privatdozent (υφηγητή) στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, στο τμήμα Νευροπαθολογίας. Το Μάρτιο του 1885, ο Φρόυντ είχε υποβάλει επίσης αίτηση για μία ταξιδιωτική υποτροφία, την οποία τελικά κατάφερε να κερδίσει χάρη στη δυναμική παρέμβαση και στήριξή του από τον Ερνστ φον Μπρύκε. Στα πλαίσια αυτής της υποτροφίας, ταξίδεψε στο Παρίσι για δεκαεννέα εβδομάδες, αφιερωμένος σε μελέτες στη νευρολογία. Εργάστηκε κοντά σε έναν από τους σημαντικότερους νευροπαθολόγους της εποχής, τον Ζαν Μαρτέν Σαρκό, και θεωρείται πως την περίοδο αυτή ανακάλυψε την ψυχολογική πλευρά της νευροπαθολογίας, στην οποία έστρεψε αργότερα το ενδιαφέρον του. Τον Οκτώβριο του 1886 παρουσίασε ως όφειλε, την «ταξιδιωτική αναφορά» του, ενώπιον της Ιατρικής Εταιρείας, με τίτλο Περί ανδρικής υστερίας, η οποία αντιμετωπίστηκε με έντονη δυσπιστία. Από τον Απρίλιο του ίδιου έτους, δεχόταν ασθενείς σε ιδιωτικό του ιατρείο, εργαζόμενος επίσης ως νευρολόγος στο Ινστιτούτο Παιδιατρικής του καθηγητή Μαξ Κάσοβιτς, ενώ στις 13 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε ο πολιτικός γάμος του με τη Μάρθα Μπέρναϋς. Η ιδιωτική πελατεία του Φρόυντ απαρτιζόταν κυρίως από νευρωτικούς ασθενείς, για τη θεραπεία των οποίων χρησιμοποίησε αρχικά τις ευρύτερα αποδεκτές μεθόδους της εποχής, όπως την ηλεκτροθεραπεία και τα ιαματικά λουτρά. Από το Δεκέμβριο του 1887, στράφηκε στην μέθοδο της ύπνωσης, με την οποία σημείωσε αρκετές επιτυχίες και έγινε υπέρμαχος της υπόθεσης του υπνωτισμού. Προκειμένου να βελτιώσει την τεχνική του στην υπνωτική υποβολή, ταξίδεψε το καλοκαίρι του 1889 στο Νανσύ, όπου παρακολούθησε τον Ωγκύστ Αμπρουάζ Λιεμπώ, ιδρυτή της Σχολής του Νανσύ, καθώς και τα πειράματα του Ιππολύτ Μπέρνχαϊμ.

Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης των Μελετών για την υστερία (1895)
Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης των Μελετών για την υστερία (1895)

Την περίοδο αυτή, ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε η γνωριμία και φιλία τού Φρόυντ με τον διακεκριμένο γιατρό Γιόζεφ Μπρόιερ (1842-1925). Ο Μπρόιερ είχε αναλάβει μία κλασική περίπτωση υστερίας, γνωστή στην ιατρική βιβλιογραφία ως η περίπτωση της «Άννας Ο.»[3]Μελέτες για την Υστερία (Studien über Hysterie, 1895), έργο από το οποίο θεωρείται πως αναδύθηκε η Ψυχανάλυση (ειδικότερα το κεφάλαιο με τίτλο «Περί του ψυχικού μηχανισμού των υστερικών φαινομένων»). Ο Φρόυντ επιθυμούσε να απελευθερωθεί από τη μέθοδο της ύπνωσης, την οποία απαρνήθηκε οριστικά ως θεραπευτική μέθοδο το 1896, και σταδιακά μετατοπίστηκε από την καθαρτική μέθοδο στην ψυχαναλυτική. Μέσα από μία τεχνική ελεύθερων συνειρμών τού ασθενούς, παρατήρησε πως αναδυόταν στην επιφάνεια ένας σημαντικός αριθμός από μνήμες του, που αφορούσαν σεξουαλικές εμπειρίες, γεγονός που τον οδήγησε στη βαθύτερη διερεύνηση τού ρόλου των σεξουαλικών παραγόντων στις νευρώσεις. Οι Μελέτες για την Υστερία δεν έτυχαν θερμής αποδοχής από τον ιατρικό κόσμο και λίγο πριν την έκδοσή τού βιβλίου, η συνεργασία του με τον Μπρόιερ διακόπηκε, κυρίως εξαιτίας της απροθυμίας του τελευταίου να ακολουθήσει τον Φρόυντ στη βαθύτερη διερεύνηση της σεξουαλικότητας ως αιτιολογία των νευρώσεων και να ασπαστεί τις ρηξικέλευθες ιδέες του. Την περίοδο 1893-98, δημοσίευσε περίπου δώδεκα εργασίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν εκείνες για τις «αμυντικές νευροψυχώσεις», όπου ο Φρόυντ αναφέρεται στην «άμυνα» ή «απώθηση» ως κεντρικής σημασίας για τον «ψυχικό μηχανισμό». Περίπου το ίδιο διάστημα με τη διακοπή τής συνεργασίας του με τον Μπρόιερ, ο Φρόυντ ανέπτυξε φιλία και συνεργάστηκε με τον Βίλχελμ Φλις (Wilhelm Fliess), ο οποίος ειδικευόταν στις ρινολαρυγγικές παθήσεις, ωστόσο τα ενδιαφέροντά του επεκτείνονταν ευρύτερα στην ιατρική και τη βιολογία. Ο Φλις έγινε κυρίως γνωστός για τις θεωρίες του πάνω στην σεξουαλική περιοδικότητα των ζωικών δραστηριοτήτων[5], απόψεις για τις οποίες έδειξε προσωρινά ενδιαφέρον ο Φρόυντ. Η φιλία τους διήρκεσε περίπου μέχρι το 1900 και χαρακτηρίζεται περισσότερο ως μία εσωτερική ανάγκη του Φρόυντ[6], καθώς στο πρόσωπο του Φλις ανακάλυψε έναν ένθερμο υποστηρικτή τού έργου του. Η συμβολή του στη διαμόρφωση των ιδεών τού Φρόυντ είναι αμφιλεγόμενη. και είχε ανακαλύψει τυχαία πως όταν στη διάρκεια της ύπνωσής της, η ασθενής θυμόταν λεπτομερώς και εξέφραζε την αρχική κατάσταση που είχε οδηγήσει στο υστερικό σύμπτωμα, τότε αυτό εξαφανιζόταν. Αυτή την «καθαρτική μέθοδο» του Μπρόιερ εφάρμοσε ο Φρόυντ για πρώτη φορά το 1889, αποκτώντας σταδιακά σημαντική εμπειρία. Μαζί με τον Μπρόιερ δημοσίευσε αποτελέσματα των δοκιμών τους στις

H περίοδος μέχρι το 1906 υπήρξε εν γένει μία από τις δημιουργικότερες φάσεις στη ζωή του Φρόυντ, κατά την οποία διαμόρφωσε αρκετές από τις καινοτόμες θεωρίες του, παρά το γεγονός πως βρισκόταν σχεδόν απομονωμένος από τον υπόλοιπο ιατρικό κόσμο. Ιδιαίτερης αξίας θεωρείται η ανακάλυψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος, το οποίο υποδηλώνει την αγάπη κάθε παιδιού για τον ένα γονιό και τη ζηλότυπη εχθρότητα προς τον άλλο. Η σύλληψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος καταγράφεται σε επιστολές του το 1897, την ίδια περίπου περίοδο που ο Φρόυντ ξεκίνησε την αυτοανάλυσή του. Στις 4 Νοεμβρίου του 1899, εκδόθηκε επίσης ένα από τα σημαντικότερα έργα του και κατά πολλούς το κορυφαίο βιβλίο του, Η Ερμηνεία των Ονείρων (γερμ.:Die Traumdeutung), με βασικό θέμα τη διερεύνηση του ονείρου ως εκπλήρωση μίας επιθυμίας. Βασική του θέση ήταν ότι το όνειρο (ακόμη και οι εφιαλτες) αποτελεί πάντοτε την εκπλήρωση μιας ασυνείδητης επιθυμίας, η έκφραση της οποίας όμως λογοκρίνεται πριν γίνει συνειδητή και παραμορφώνεται με διάφορους μηχανισμούς, όπως η μετάθεση και η χρήση συμβόλων. Το βιβλίο αγνοήθηκε για περίπου μία δεκαετία πριν αρχίσει να αναγνωρίζεται η αξία του, περίοδο κατά την οποία εμφανίστηκαν λίγες και ως επί το πλείστον περιφρονητικές κριτικές.

Αναγνώριση

Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η απομόνωση του Φρόυντ άρχισε να μειώνεται, καθώς αρκετοί διακεκριμένοι ψυχίατροι χρησιμοποιούσαν την ψυχαναλυτική μέθοδο για την αντιμετώπιση νευρώσεων. Στην ψυχιατρική κλινική της Ζυρίχης, το προσωπικό τού καθηγητή ψυχιατρικής Eugen Bleuler, με εξέχουσα μορφή τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ, εφάρμοζε τις ιδέες του Φρόυντ προς διάφορες κατευθύνσεις και από τον Απρίλιο του 1906 ξεκίνησε μία τακτική αλληλογραφία μεταξύ του Γιουνγκ και του Φρόυντ, η οποία διατηρήθηκε για τα επόμενα επτά χρόνια. Συνεργασία ανέπτυξε επίσης με τον ψυχαναλυτή Καρλ Άμπραχαμ (Karl Abraham) και τον παθολόγο, με ενδιαφέρον στον υπνωτισμό, Σαντόρ Φερέντσι (Sandor Ferenczi), οι οποίοι μαζί με τους Όττο Ρανκ, Έρνεστ Τζόουνς, Μαξ Άιτινγκον (Max Eitingon) και Χανς Ζαξ (Hans Sachs), αποτέλεσαν μέλη ενός μικρού κύκλου συνεργατών του Φρόυντ, αποκαλούμενος στη Ζυρίχη και «κύκλος Φρόυντ». Τον Απρίλιο του 1908 πραγματοποιήθηκε στο Σάλτσμπουργκ μία διεθνής συνάντηση, ένα ιδιότυπο συνέδριο που ονομάστηκε «επισήμως» από τον Γιουνγκ Συνάντηση για τη Φροϋδική Ψυχολογία, στο οποίο συμμετείχαν 42 σύνεδροι που ασκούσαν ή άσκησαν αργότερα την ψυχανάλυση και παρουσιάστηκαν συνολικά εννέα εργασίες. Η συνάντηση αυτή θεωρείται μία από τις πρώτες δημόσιες αναγνωρίσεις τού έργου του. Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο Φρόυντ, ο Γιουνγκ, ο Έρνεστ Τζόουνς και ο Άλφρεντ Άντλερ, ενώ στην ίδια συνάντηση αποφασίστηκε η έκδοση του πρώτου περιοδικού που θα ήταν αφιερωμένο στην ψυχανάλυση και ονομάστηκε Επετηρίδα Ψυχαναλυτικών και Ψυχοπαθολογικών Μελετών.

Φωτογραφία από την επίσκεψη του Φρόυντ στο Πανεπιστήμιο Κλαρκ. Καθισμένοι: Σίγκμουντ Φρόυντ, Στάνλεϋ Χωλ, Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ. Όρθιοι: Άμπραχαμ Μπριλ, Έρνεστ Τζόουνς, Σαντόρ Φερέντσι.

Σημαντική συμβολή στην είσοδο τού έργου τού Φρόυντ σε έναν ευρύτερο κύκλο είχε επίσης η πρόσκληση που του απηύθυνε το 1909 ο Στάνλεϋ Χωλ, καθηγητής και πρόεδρος τού Πανεπιστημίου Κλαρκ στη Μασσαχουσέτη, για μία σειρά διαλέξεων με αφορμή την εικοστή επέτειο από την ίδρυση του πανεπιστημίου. O Φρόυντ πραγματοποίησε πέντε ομιλίες και αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα, γεγονός που ο ίδιος χαρακτήρισε ως «πρώτη επίσημη αναγνώριση» των προσπαθειών του. Στα πλαίσια ενός γενικευμένου «κινήματος» γύρω από την ψυχανάλυση, ιδρύθηκε το 1910 η Διεθνής Ψυχαναλυτική Εταιρεία, με πρόεδρο τον Γιουνγκ, την ίδια στιγμή που άλλες τοπικές εταιρείες εξελίσσονταν στη Βιέννη, στο ΒερολίνοΖυρίχη, ενώ παράλληλα εκδίδονταν αρκετά νέα περιοδικά αφιερωμένα στην ψυχανάλυση. Την περίοδο αυτή, η ψυχανάλυση ήταν αντικείμενο συζήτησης σε πολυάριθμα συνέδρια, αν και ακόμα λίγες εργασίες τάσσονταν ευνοϊκά απέναντί της. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, είχε αντιθέτως πολύ ευρύτερη αποδοχή που οδήγησε στην ίδρυση της Αμερικανικής Ψυχαναλυτικής Ένωσης το 1911. και στη

Έργο

Το ασυνείδητο

Αν και ο Φρόυντ δεν ανακάλυψε για πρώτη φορά το ασυνείδητο, συνέβαλε ουσιαστικά στην μελέτη του. Κατά την περίοδο του 19ου αιώνα η επικρατούσα πεποίθηση ήταν θετικιστικής κατεύθυνσης, υπήρχε δηλαδή η άποψη πως ο άνθρωπος μπορούσε να ελέγξει με τη λογική τη συμπεριφορά του και τη σχέση του με τον κόσμο. Ο Φρόυντ πρότεινε ουσιαστικά πως αυτή η θέση είναι μία αυταπάτη καθώς οι άνθρωποι δρουν συχνά για λόγους που δεν άπτονται των συνειδητών σκέψεων τους, καθώς το ασυνείδητο μπορεί να αποτελεί την πηγή των ανθρώπινων κινήτρων. Ο Φρόυντ προέκτεινε τη θεωρία του μελετώντας συστηματικά τα όνειρα, τα οποία αποκάλεσε και τον «βασιλικό δρόμο προς το ασυνείδητο», θεωρώντας τα ως το καλύτερο δείγμα πεδίου δράσης του ασυνειδήτου. Στην σπουδαιότερη -σύμφωνα με τον ίδιο- εργασία του Η Ερμηνεία των Ονείρων, ανέπτυξε τα επιχειρήματα του περί της ύπαρξης του ασυνειδήτου αλλά και περιέγραψε μια μεθοδολογία για την πρόσβαση του ατόμου σε αυτό, μέσω του προ-συνειδητού.Μία κρίσιμη για τη λειτουργία του ασυνειδήτου διαδικασία είναι η απώθηση. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, οι άνθρωποι βιώνουν συχνά επίπονες σκέψεις ή μνήμες τις οποίες εφόσον δεν μπορούν να αντέξουν, έχουν τη δυνατότητα να τις απωθήσουν από το συνειδητό μέρος της λειτουργίας του εγκεφάλου στο ασυνείδητο.

Το Eκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ

Ο Φρόυντ, στην προσπάθεια ερμηνείας της λειτουργίας του ασυνειδήτου, πρότεινε πως διακρίνεται από μία δομή, σύμφωνα με την οποία διαιρείται σε τρία μέρη: το ΕκείνοIdλατ.), το Εγώ και το Υπερεγώ. Το εκείνο αντιπροσωπεύει τα κίνητρα, τα ένστικτα και τις βιολογικές ανάγκες του ατόμου και κατά συνέπεια είναι έμφυτο, υπάρχει δηλαδή κατά τη γέννηση και δεν επηρεάζεται από την εμπειρία του ατόμου. Η έννοια του Εγώ αποτελεί το λογικό μέρος που αν και δεν είναι έμφυτο, αναπτύσσεται και καλλιεργείται με την επίδραση της συσσωρευμένης εμπειρίας. Το Υπερεγώ αντιπροσωπεύει όλες τις θετικές ηθικές και κοινωνικές αξίες του ατόμου, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την ηθική συνείδηση. Ο Φρόυντ διατύπωσε περαιτέρω πως η αλληλοσυσχέτιση των τριών αυτών στοιχείων καθορίζουν την ψυχική κατάσταση του ατόμου, έτσι ώστε αν οι πιέσεις που εξασκούν το ένα πάνω στο άλλο είναι ετεροβαρείς, τότε δημιουργούνται συγκρούσεις ανάμεσα στο Εγώ και τις ενστικτώδεις ορμές ή τη συνείδηση, οι οποίες ωθούν το άτομο να καταφύγει σε συγκεκριμένους μηχανισμούς άμυνας.

Αμυντικοί ψυχικοί μηχανισμοί

Οι αμυντικοί μηχανισμοί αποτελούν ασυνείδητους μηχανισμούς που τίθενται σε λειτουργία από το Εγώ όταν αποτυγχάνουν διάφορες συνειδητές προσπάθειες. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, οι αμυντικοί μηχανισμοί είναι η μέθοδος με την οποία το Εγώ μπορεί να λύσει τις συγκρούσεις που υφίστανται με το Υπερεγώ και το Εκείνο (ID). Η χρήση των μηχανισμών αυτών από το άτομο είναι πολλές φορές χρήσιμη —εάν γίνεται συγκρατημένα— αλλά η κατάχρηση ή η επαναχρησιμοποίησή τους μπορεί να οδηγήσει σε ψυχολογικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη. Οι αμυντικοί μηχανισμοί περιλαμβάνουν διάφορες ομάδες ή μηχανισμούς όπως την άρνησηαπώθηση (repression), την απομόνωση, την μετατόπιση, την προβολήπαλινδρόμηση (regression) ή την εκλογίκευση (rationalization). Σημαντικό έργο πάνω στον τομέα των αμυντικών μηχανισμών πρόσφερε και η κόρη του Φρόυντ, Άννα, η οποία βασίστηκε στο έργο του και το επέκτεινε. (denial), την (projection), την

ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ

Η Κβαντική Μηχανική (ή Κβαντική Φυσική ή Κβαντομηχανική), είναι μία αξιωματικά θεμελιωμένη φυσική θεωρία, που αναπτύχθηκε με σκοπό την ερμηνεία φαινομένων που η Νευτώνεια μηχανική αδυνατούσε να περιγράψει. Η κβαντομηχανική περιγράφει τη συμπεριφορά της ύλης στο μοριακό, ατομικό και υποατομικό επίπεδο.Αναφέρεται σε διακριτές μονάδες που χαρακτηρίζουν συγκεκριμένες φυσικές ποσότητες, όπως η ενέργεια ενός ατόμου ύλης σε κατάσταση ηρεμίας.Η κβαντομηχανική είναι μια θεωρία της φυσικής μηχανικής. Θεωρείται πιο θεμελιώδης από την κλασσική μηχανική, καθώς εξηγεί φαινόμενα που η κλασσική μηχανική και η κλασσική ηλεκτροδυναμική αδυνατούν να αναλύσουν, όπως:

  1. Την κβάντωση (διακριτοποίηση) πολλών φυσικών ποσοτήτων, όπως για παράδειγμα την κίνηση του ηλεκτρονίου μόνο σε συγκεκριμένες ενεργειακές τροχιές σε ένα άτομο.
  2. Τον κυματοσωματιδιακό δυϊσμό, δηλαδή την εκδήλωση, σε ορισμένες περιπτώσεις, κυματικής συμπεριφοράς από σωματίδια ύλης, κυρίως ηλεκτρόνια.
  3. Τον κβαντικό εναγκαλισμό, που σχετίζεται με την περιγραφή της κατάστασης ενός συστήματος από επαλληλία καταστάσεων.
  4. Το φαινόμενο σήραγγας, χάρη στο οποίο σωματίδια μπορούν να υπερπηδήσουν φράγματα δυναμικού και να βρεθούν σε περιοχές του χώρου απαγορευμένες από την κλασσική μηχανική.

Θεωρείται επίσης θεμελιώδης επειδή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα όταν μελετώνται μακροσκοπικά σώματα, οι νόμοι που περιγράφουν τα κβαντικά φαινόμενα συγκλίνουν με τους νόμους της κλασσικής μηχανικής, κι έτσι η δεύτερη θεωρείται οριακή περίπτωση της πρώτης. Η περίπτωση αυτή είναι γνωστή ως αρχή της αντιστοιχίας, που αρχικά διατύπωσε ο Νιλς Μπορ.
Η κβαντομηχανική σε έναν αιώνα πειραματισμού δεν έχει διαψευστεί. Κρύβεται πίσω από πολλά φυσικά φαινόμενα και ιδιαιτέρως τα χημικά φαινόμενα καθώς και τη φυσική της στερεάς κατάστασης.

Ιστορία

Η κβαντομηχανική δεν είναι μια θεωρία που προέκυψε από τη φαντασία ενός φυσικού. Οι περισσότεροι φυσικοί την αποδέχτηκαν κάτω από την πίεση των πειραματικών δεδομένων, μια και ερχόταν σε σύγκρουση με τις καθιερωμένες τους αντιλήψεις. Μερικοί μάλιστα, όπως ο Αϊνστάιν, συνέχισαν να την αμφισβητούν μέχρι το τέλος της ζωής τους.

  • Το 1900 ο Μαξ Πλανκ (Max Planck) μελετά την ακτινοβολία του μέλανος (μαύρου) σώματος. Προσπαθεί να βελτιώσει μια σχέση στην οποία είχε καταλήξει πριν από αυτόν ο Wien που αφορά την κατανομή της ακτινοβολούμενης ενέργειας στις διάφορες συχνότητες. Το πετυχαίνει χρησιμοποιώντας την υπόθεση πως το φως εκπέμπεται από ένα μέλαν σώμα μόνο σε συγκεκριμένα ποσά ενέργειας (κβάντα) ανάλογα με τη συχνότητά του, δηλαδή ακέραια πολλαπλάσια της ποσότητας Ε = hv όπου v η συχνότητα και h μια σταθερά (που ονομάστηκε σταθερά του Πλανκ).
  • Το 1905 ο Αϊνστάιν σε μια προσπάθεια ερμηνείας του φωτοηλεκτρικού φαινομένου γενικεύει την ιδέα του Πλανκ προτείνοντας ότι η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία συνίσταται από κβάντα. Κάθε κβάντο περιέχει την ελάχιστη δυνατή ενέργεια που μπορεί να υπάρξει για κάθε συγκεκριμένο μήκος κύματος. Το 1906 χρησιμοποιεί την έννοια της κβάντωσης για να ερμηνεύσει την ειδική θερμότητα των στερεών σε χαμηλές θερμοκρασίες.
  • Το 1911 ο Έρνεστ Ράδερφορντ (Ernest Rutherford) προτείνει το πλανητικό μοντέλο για το άτομο, σύμφωνα με το οποίο τα ηλεκτρόνια κινούνται γύρω από ένα πυρήνα που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της μάζας του ατόμου. Το μοντέλο αυτό ήταν ασυμβίβαστο με την κλασική φυσική διότι σύμφωνα με αυτήν τα ηλεκτρόνια θα έπρεπε κατά την κίνησή τους να εκπέμπουν ακτινοβολία με αποτέλεσμα να χάνουν ενέργεια και έτσι τελικά να πέφτουν πάνω στον πυρήνα. Τα άτομα επομένως θα ήταν ασταθή.
  • Το 1913 ο Μπορ (Niels Bohr) προτείνει ότι η στροφορμή των ηλεκτρονίων που κινούνται σε τροχιά γύρω από τον πυρήνα του ατόμου μπορεί να είναι μόνο ακέραιο πολλαπλάσιο της ποσότητας h/2π, δηλαδή εμφανίζεται και αυτή σε κβάντα. Από αυτό προέκυπτε ότι οι τροχιές πάνω στις οποίες μπορούσαν να βρίσκονται τα ηλεκτρόνια ήταν συγκεκριμένες και επομένως κι η ενέργειά τους το ίδιο. Ένα άτομο εκπέμπει ακτινοβολία μόνο όταν ένα ηλεκτρόνιο μεταπηδήσει από μια τροχιά σε άλλη, και η διαφορά τους σε ενέργεια είναι E2 – E1 = hv. Έτσι προέκυψαν οι πρώτοι κανόνες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φάσμα της ακτινοβολίας που εκπέμπουν ή απορροφούν τα διάφορα υλικά.
  • Το 1923 ο Κόμπτον (Arthur Compton) δείχνει ότι οι αχτίνες Χ παρουσιάζουν χαρακτήρα κυματικό και σωματιδιακό (φαινόμενο Κόμπτον). Ο Λουί ντε Μπρολί (Louis De Broglie)κύματα. Αυτό γίνεται γνωστό ως πρόβλημα του κυματοσωματιδιακού δυϊσμού, ενώ τα κύματα ύλης που προβλέπονται από αυτόν το συλλογισμό καθιερώθηκε να αποκαλούνται κύματα ντε Μπρολί. προτείνει ότι και τα υλικά σωματίδια συμπεριφέρονται μερικές φορές σαν
  • To 1925 o Βόλφγκανγκ Παουλί (Wolfgang Pauli) εισάγει την απαγορευτική αρχή για τα ηλεκτρόνια, σύμφωνα με την οποία δύο ηλεκτρόνια δεν μπορεί να βρίσκονται στην ίδια κβαντική κατάσταση. Η αρχή αυτή, σε συνδυασμό με τη θεωρία του Μπορ εξηγεί την σταθερότητα των ατόμων.

Μέχρι την εποχή αυτή η κβαντική θεωρία δεν είχε κάποια γενική δομή και μαθηματικό υπόβαθρο. Ήταν ένα σύνολο από υποθέσεις, εμπειρικούς κανόνες, μεθόδους υπολογισμού και θεωρήματα και όχι μια συνεκτική θεωρία. Δεν υπήρχε σαφής δικαιολόγηση όλων αυτών και έτσι πολλοί θεωρούν αυτούς τους πρώτους νόμους φαινομενολογικούς. Η κατάσταση άλλαξε από δύο ανεξάρτητες προσπάθειες, του Χάιζενμπεργκ (Werner Heisenberg) και του Σρέντινγκερ (Erwin Schrodinger).

  • Ο όρος «Κβαντική Μηχανική» εμφανίζεται για πρώτη φορά σε μελέτη του Μπορν το 1924, με τίτλο Zur Quantenmechanik (Περί της κβαντομηχανικής) [1].
  • Το 1925 ο Χάιζενμπεργκ αναπτύσει μια μαθηματική δομή για την κβαντική θεωρία βασισμένη στα μαθηματικά των μητρών (πινάκων). Ο ίδιος ωστόσο αγνοεί αυτό το κομμάτι των μαθηματικών και αναγκάζεται να εφεύρει τον φορμαλισμό από την αρχή. Ο Χάιζενμπεργκ βασίζεται σε μια ιδέα της σχολής του Γκέτιγκεν σύμφωνα με την οποία τα μεγέθη εκείνα που δεν μπορούν να παρατηρηθούν άμεσα πρέπει να απορριφθούν και να ασχολείται κανείς μόνο με παρατηρήσιμα μεγέθη.
  • Το 1926 ο Σρέντινγκερ, ανεξάρτητα από τον Χάιζενμπεργκ και την σχολή του Γκέτιγκεν, προτείνει μια εξίσωση που περιγράφει τα κύματα ντε Μπρολί. Δεχόμενος ότι υπάρχει μια συνάρτηση κύματος Ψ(x,y,z,t) που αντιστοιχεί με ένα κινούμενο σωματίδιο, αναζητά την γενική διαφορική εξίσωση η οποία θα ικανοποιείται από την Ψ. Έτσι καταλήγει στην περίφημη εξίσωση Σρέντινγκερ. Η εξίσωση αυτή αποτέλεσε απαραίτητο εργαλείο για την μελέτη της κίνησης των σωματιδίων, ιδιαίτερα όταν αυτά βρίσκονται μέσα σε πεδίο δυνάμεων.
  • Την ίδια περίοδο, πέφτει στα χέρια του Ντιράκ (Paul Dirac) ένα αντίγραφο της εργασίας του Χάιζενμπεργκ. Ο Ντιράκ είχε αποφοιτήσει ως μηχανικός από το πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και στη συνέχεια πήρε πτυχίο μαθηματικών. Έτσι ήταν ήδη εξοικειωμένος με την άλγεβρα των μητρών. Επεξεργάζεται λοιπόν την εργασία και στέλνει πίσω στον Χάιζενμπεργκ την δική του προσέγγιση.
  • Το 1927 οι Ντέβισσον (Davisson) και Γκέρμερ (Germer) επιβεβαιώνουν πειραματικά την άποψη του ντε Μπρολί για την επέκταση του κυματοσωματιδιακού δυϊσμού στα σωματίδια ύλης, με την σκέδαση ηλεκτρονίων πάνω σε ένα κρύσταλλο. Το αποτέλεσμα της σκέδασης υποδεικνύει μια καθαρά κυματική συμπεριφορά.
  • Ο Μπορν συσχετίζει τις κυματοσυναρτήσεις που προκύπτουν από την εξίσωση Σρέντινγκερ με την έννοια της πιθανότητας. Συγκεκριμένα, ερμηνεύει το τετράγωνο του μέτρου της κυματοσυνάρτησης |Ψ(x,y,z,t)|2 ως την πυκνότητα πιθανότητας να βρεθεί το εξεταζόμενο σύστημα στις συντεταγμένες x,y,z,t. Η εξέλιξη αυτή θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς τα κβαντικά κύματα νοούνται πλέον σαν κύματα πιθανότητας και όχι ύλης, κάτι που λύνει και τις αντιφάσεις που δημιούργησε η παλιά κβαντική θεωρία.

Στο σημείο αυτό η κβαντομηχανική δεν τελειώνει, αλλά τίθενται οι βάσεις για την εκρηκτική εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας που γνώρισε η ανθρωπότητα. Αναπτύσσεται η πυρηνική φυσική και η μελέτη των στοιχειωδών σωματιδίων, η κβαντική χημεία, εμβαθύνεται η μελέτη των ημιαγωγών και εφευρίσκονται τα τρανζίστορ, οδηγώντας στην «ηλεκτρονική επανάσταση», ερμηνεύονται οι εσωτερικές διαδικασίες των άστρων, εφευρίσκονται τα λέηζερ, ανακαλύπτεται η υπεραγωγιμότητα.

  • Από το 1927 γίνονταν προσπάθειες να εφαρμοστεί η κβαντομηχανική σε πεδία αντί σε μεμονωμένα σωματίδια. Το αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών είναι οι λεγόμενες κβαντικές θεωρίες πεδίου. Μερικοί από τους πρώτους ερευνητές αυτού του τομέα είναι ο Ντιράκ, ο Παουλί, ο Weisskopf και ο Jordan. Το αποκορύφωμα της έρευνας αυτής είναι η κβαντική ηλεκτροδυναμική, που αναπτύχθηκε από τους Φάινμαν, Dyson, Schwinger και Tomonaga στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Η κβαντική ηλεκτροδυναμική περιγράφει τις αλληλεπιδράσεις των ηλεκτρικά φορτισμένων σωματιδίων και τη φύση του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου γενικότερα, ερμηνεύοντας τις ηλεκτρικές αλληλεπιδράσεις με ανταλλαγή φωτονίων. Χρησίμευσε ως πρότυπο για τις κβαντικές θεωρίες πεδίου που ακολούθησαν. Το επόμενο μεγάλο βήμα ήταν μια θεωρία που ενοποιεί τις ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις και την ασθενή πυρηνική δύναμη σε μια μοναδική δύναμη, την ηλεκτρασθενή. Στη συνέχεια αναπτύσσεται μια θεωρία για την ισχυρή πυρηνική δύναμη, η κβαντική χρωμοδυναμική, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Προσπάθειες για μια γενική θεωρία που περιλαμβάνει όλες τις θεμελιώδεις δυνάμεις (ηλεκτρομαγνητική, ασθενής πυρηνική, ισχυρή πυρηνική και βαρύτητα) δεν έχουν δώσει ακόμα ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, έχουν όμως δημιουργήσει νέους τομείς στη θεωρητική σκέψη όπως η θεωρία των υπερχορδών.
  • Το 1935, οι Αϊνστάιν, Ποντόλσκι (Podolsky) και Ρόζεν (Rosen), δημοσιεύουν το περίφημο παράδοξο που φέρει τα αρχικά των ονομάτων τους, EPR. Το ερώτημα με το οποίο καταπιάνεται το άρθρο τους είναι το κατά πόσον η κβαντομηχανική είναι ή όχι μια πλήρης θεωρία. Η συζήτηση αυτή παίρνει μεγάλες διαστάσεις και αποκαλύπτει νέες πτυχές της κβαντομηχανικής, όπως η μη τοπικότητα και η κβαντική πληροφορία. Οι τεχνολογικές εφαρμογές αυτού του νέου πεδίου, όπως η κβαντική τηλεμεταφορά, η κβαντική κρυπτογραφία και οι κβαντικοί υπολογιστές βρίσκονται σήμερα υπό εξέλιξη. Ως αποτέλεσμα αυτού του προβληματισμού προέκυψε και η ερμηνεία των πολλών κόσμων του Έβερετ (Everett), το 1956.

Μαθηματική Θεμελίωση

Η κβαντική μηχανική θεμελιώνεται μαθηματικά σύμφωνα με τα παρακάτω:

1. Για κάθε φυσικό σύστημα υπάρχει μία τετραγωνικά ολοκληρώσιμη συνάρτηση Ψ, που ανήκει σε ένα κατάλληλο χώρο Hilbert και ονομάζεται κυματοσυνάρτηση, και περιέχει όλες τις πληροφορίες που μπορούν να εξαχθούν για το σύστημα.
2. Σε κάθε φυσικό μέγεθος αντιστοιχεί ένας κατάλληλος ερμιτιανός τελεστής, του οποίου οι ιδιοτιμές είναι τα μοναδικά δυνατά εξαγόμενα μιας μέτρησης.
3. Η εξέλιξη της κυματοσυνάρτησης καθορίζεται από την εξίσωση Σρέντινγκερ (Schrödinger).
4. Η ερμηνεία της κυματοσυνάρτησης είναι, σύμφωνα με την Σχολή της Κοπεγχάγης (στατιστική ερμηνεία της Κυματοσυνάρτησης), ότι το τετράγωνο του μέτρου της αποτελεί την πυκνότητα πιθανότητας (ή πιθανότητα ανά μονάδα μήκους).
5. Η μέτρηση ενός μεγέθους και η εύρεση μίας ιδιοτιμής του αντίστοιχου τελεστή αλλάζει το σύστημα έτσι ώστε αμέσως μετά τη μέτρηση να περιγράφεται από το αντίστοιχο ιδιοδιάνυσμα της ιδιοτιμής που μετρήθηκε (αρχή του φιλτραρίσματος).