|
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ , 6 Μαΐου 1856 – 23 Σεπτεμβρίου 1939) ήταν Αυστριακός ιατρός, φυσιολόγος, ψυχίατρος και θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής σχολής στον τομέα της ψυχολογίας. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους πλέον βαθυστόχαστους αναλυτές του 20ου αιώνα που μελέτησε και προσδιόρισε έννοιες όπως το ασυνείδητο, η απώθηση και η παιδική σεξουαλικότητα.Οι επιστημονικές θεωρίες του Φρόυντ και οι τεχνικές θεραπείας που ανέπτυξε θεωρήθηκαν ιδαίτερα καινοτόμες και αποτέλεσαν αντικείμενα έντονης αμφισβήτησης όταν παρουσιάστηκαν στη Βιέννη του 19ου αιώνα. Ωστόσο και σήμερα συνεχίζουν να εγείρουν έντονο προβληματισμό και αντιπαραθέσεις. Η επίδραση του Φρόυντ δεν περιορίστηκε μόνο επιστήμης (ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία) στην ψυχολογία και την ψυχιατρική, αλλά ταυτόχρονα απλώθηκε σε πολλούς τομείς της τέχνης.
Σπουδές και πρώτες έρευνες
Το φθινόπωρο του 1873 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στη σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Πέρα από τα καθιερωμένα μαθήματα που απαιτούνταν, παρακολούθησε επίσης με ενδιαφέρον διαλέξεις στη φιλοσοφία. Το Μάρτιο του 1876, ανέλαβε την πρώτη του πρωτότυπη έρευνα, υπό την επίβλεψη του καθηγητή ζωολογίας Καρλ Κλάους, ο οποίος ήταν επικεφαλής του Ινστιτούτου Συγκριτικής Ανατομίας. Ο Φρόυντ υπήρξε ένας από τους πρώτους επιστήμονες που χρηματοδοτήθηκαν για έρευνα στον Ζωολογικό Πειραματικό Σταθμό που είχε ιδρυθεί στην Τεργέστη. Στα πλαίσια της έρευνάς του, ασχολήθηκε με τη θαλάσσια ζωολογία και ειδικότερα με το πρόβλημα της γοναδικής δομής των χελιών. Στο τέλος του τρίτου έτους σπουδών του, ξεκίνησε η συνεργασία του με τον φυσιολόγο Ερνστ Βίλελμ φον Μπρύκε (Ernst von Brücke), ο οποίος αποτελούσε εκπρόσωπο τής σχολής φυσιολογίας του Helmholtz, η οποία προσπαθούσε να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα στη βάση φυσικοχημικών διεργασιών. Το 1876 έγινε δεκτός στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Μπρύκε στο πανεπιστήμιο, όπου εργάστηκε κατέχοντας τον τίτλο του famulus, αποτελώντας ερευνητή φοιτητή. Ο Φρόυντ ερεύνησε ένα γένος ψαριών (πετρόμυζον), και ειδικότερα ένα ιδιόμορφο κύτταρό τους, που είχε νωρίτερα ανακαλυφθεί. Η εργασία του εντασσόταν στα πλαίσια ενός ευρύτερου προβληματισμού, σχετικά με το ερώτημα της εποχής εκείνης αν το νευρικό σύστημα των ανώτερων ζώων διαφέρει από εκείνο των κατώτερων. Η έρευνά του κατέληξε σε μία ανακάλυψη ιδιαίτερης σημασίας, καθώς αποδείκνυε πως τα κύτταρα του νευρικού συστήματος των κατώτερων ζώων εμφάνιζαν μία συνέχεια με εκείνα των ανώτερων. Tο 1878, παρουσιάστηκε από τον Brücke στην Ακαδημία και λίγο αργότερα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό που εξέδιδε. Το επόμενο διάστημα ασχολήθηκε με το ίδιο γενικό πρόβλημα και υπήρξε ο πρώτος που παρατήρησε το θεμελιώδες χαρακτηριστικό των νευρικών ινών, πως οι κυλινδράξονές τους είναι ανεξαιρέτως ινιδιακοί σε ότι αφορά τη δομή τους. Σύμφωνα με το μαθητή και φίλο τού Φρόυντ, Έρνεστ Τζόουνς, οι μελέτες του θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν μεταξύ των πρωτοπόρων της νευρωνικής θεωρίας, αν ο ίδιος δεν περιόριζε τις σκέψεις του στις «λογικές και όχι απώτερες συνέπειές τους»[1].
Το 1879 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, διάρκειας ενός έτους, και στις 30 Μαρτίου1881 απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα, αριστεύοντας στις τελικές εξετάσεις. Σε σχέση με την κανονική διάρκεια σπουδών της εποχής εκείνης, ο Φρόυντ καθυστέρησε σημαντικά στη λήψη του διπλώματός του, πιθανώς εξαιτίας της ερευνητικής του δραστηριότητας, η οποία όπως ανέφερε ο ίδιος σε επιστολή του αποτελούσε εμπόδιο στη μελέτη του[2]. Το επόμενο διάστημα συνέχισε να εργάζεται στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Brücke, γεγονός που θεωρείται ενδεικτικό της κλίσης του προς την έρευνα και της αποστροφής του προς την άσκηση της ιατρικής. Η θεωρητική του σταδιοδρομία έλαβε τέλος το 1882, όταν εξαιτίας της οικονομικής του κατάστασης αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του στο ινστιτούτο, προκειμένου να εργαστεί ως γιατρός στο Γενικό Νοσοκομείο της Βιέννης, όπου θα εξασφάλιζε περισσότερα χρήματα. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε και η επιθυμία του να παντρευτεί την Μάρθα Μπέρναϋς (1861-1951), με την οποία είχε αρραβωνιαστεί τον Ιούνιο του 1882 και κατ' επέκταση η ανάγκη του να είναι σε θέση να συντηρήσει μία οικογένεια. Αρχικά επέλεξε να ενταχθεί στα τμήματα που άπτονταν τής χειρουργικής, παραμένοντας σε αυτά για δύο μόλις μήνες. Στη συνέχεια εργάστηκε για έξι μήνες στο τμήμα παθολογίας του διακεκριμένου ιατρού Χέρμαν Νότναγκελ, πριν μετατεθεί τελικά στην ψυχιατρική κλινική, στην οποία ήταν επικεφαλής ο διευθυντής του νοσοκομείου Theodor Meynert (1833-92), διακεκριμένος ανατόμος της εποχής. Τον Οκτώβριο του 1883 μετακινήθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά στο δερματολογικό τμήμα. Ο Φρόυντ επιθυμούσε να αποκτήσει εμπειρία ειδικότερα στις συφιλιδικές ασθένειες, καθώς η σύφιλη συνδεόταν με τις παθήσεις του νευρικού συστήματος. Στις αρχές του 1884 εργάστηκε επίσης στο τμήμα των νευρικών ασθενειών (Nervenabteilung) όπου αποκόμισε σημαντική εμπειρία.
Οι μελέτες που πραγματοποίησε ο Φρόυντ στο Γενικό Νοσοκομείο, σχετικά με την κλινική χρήση της κοκαΐνης θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικές και χαρακτηρίζουν την αποκαλούμενη «περίοδο της κοκαΐνης» (1884-87). Η πρώτη αναφορά του Φρόυντ πάνω στη χρήση της ουσίας χρονολογείται στις 21 Απριλίου του 1884, όταν σε μία επιστολή του ανακοίνωσε το ενδιαφέρον του στην αναζήτηση πιθανών χρήσεών της σε περιπτώσεις καρδιοπάθειας ή νευρικής κατάπτωσης. Με βάση την προσωπική του εμπειρία πάνω στη χρήση της, αλλά και δοκιμές που πραγματοποίησε, ολοκλήρωσε μία μελέτη με τίτλο Περί κοκαΐνης (Über Coca) που εκδόθηκε το 1885. Ο Φρόυντ κατέληγε πως η κοκαΐνη ήταν κατάλληλη για χρήση σε περιπτώσεις νευρασθενειών, δυσπεψίας, καθώς και ικανή να αντικαταστήσει τη μορφίνη. Υπέδειξε επιπλέον ένα μηχανισμό δράσης της, ο οποίος επιβεβαιώθηκε αργότερα, σύμφωνα με τον οποίο, η ουσία δρα διεγερτικά, αναστέλλοντας την επενέργεια των παραγόντων που καταστέλλουν τα σωματικά αισθήματα. Η μελέτη τού Φρόυντ έστρεψε την προσοχή των ιατρών στην κοκαΐνη και λίγους μήνες αργότερα, ο οφθαλμολόγος Καρλ Κόλερ επέκτεινε τη χρήση της ανακαλύπτοντας πως λειτουργεί αναισθητικά στο μάτι. Ο Φρόυντ χορήγησε κοκαΐνη στον φίλο και δάσκαλό του Ερνστ Φλάισλ φον Μάρξοφ. Ο Φλάισλ είχε εθιστεί στη μορφίνη, την οποία χρησιμοποιούσε για να αντιμετωπίσει τον πόνο εξαιτίας συνεχούς νεοπλασίας νευρωμάτων στον ακρωτηριασμένο, λόγω μόλυνσης, αντίχειρά του. Ο Φρόυντ πίστευε πως με τη χορήγηση κοκαΐνης θα ξεπερνούσε τον εθισμό του στη μορφίνη, ωστόσο οδήγησε σε χειρότερο εθισμό και χρόνια δηλητηρίαση. Από τον Ιούλιο του 1885 έκαναν την εμφάνισή τους επιθετικές κριτικές στον Φρόυντ, σε σχέση με την θέση του υπέρ τής κλινικής χρήσης της κοκαΐνης, κατηγορούμενος δημόσια πως εξαπέλυε την «τρίτη μάστιγα της ανθρωπότητας» (μαζί με το αλκοόλ και τη μορφίνη).
Απαρχές της ψυχανάλυσης
Το Σεπτέμβριο του 1885 διορίστηκε με τον τίτλο του Privatdozent (υφηγητή) στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, στο τμήμα Νευροπαθολογίας. Το Μάρτιο του 1885, ο Φρόυντ είχε υποβάλει επίσης αίτηση για μία ταξιδιωτική υποτροφία, την οποία τελικά κατάφερε να κερδίσει χάρη στη δυναμική παρέμβαση και στήριξή του από τον Ερνστ φον Μπρύκε. Στα πλαίσια αυτής της υποτροφίας, ταξίδεψε στο Παρίσι για δεκαεννέα εβδομάδες, αφιερωμένος σε μελέτες στη νευρολογία. Εργάστηκε κοντά σε έναν από τους σημαντικότερους νευροπαθολόγους της εποχής, τον Ζαν Μαρτέν Σαρκό, και θεωρείται πως την περίοδο αυτή ανακάλυψε την ψυχολογική πλευρά της νευροπαθολογίας, στην οποία έστρεψε αργότερα το ενδιαφέρον του. Τον Οκτώβριο του 1886 παρουσίασε ως όφειλε, την «ταξιδιωτική αναφορά» του, ενώπιον της Ιατρικής Εταιρείας, με τίτλο Περί ανδρικής υστερίας, η οποία αντιμετωπίστηκε με έντονη δυσπιστία. Από τον Απρίλιο του ίδιου έτους, δεχόταν ασθενείς σε ιδιωτικό του ιατρείο, εργαζόμενος επίσης ως νευρολόγος στο Ινστιτούτο Παιδιατρικής του καθηγητή Μαξ Κάσοβιτς, ενώ στις 13 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε ο πολιτικός γάμος του με τη Μάρθα Μπέρναϋς. Η ιδιωτική πελατεία του Φρόυντ απαρτιζόταν κυρίως από νευρωτικούς ασθενείς, για τη θεραπεία των οποίων χρησιμοποίησε αρχικά τις ευρύτερα αποδεκτές μεθόδους της εποχής, όπως την ηλεκτροθεραπεία και τα ιαματικά λουτρά. Από το Δεκέμβριο του 1887, στράφηκε στην μέθοδο της ύπνωσης, με την οποία σημείωσε αρκετές επιτυχίες και έγινε υπέρμαχος της υπόθεσης του υπνωτισμού. Προκειμένου να βελτιώσει την τεχνική του στην υπνωτική υποβολή, ταξίδεψε το καλοκαίρι του 1889 στο Νανσύ, όπου παρακολούθησε τον Ωγκύστ Αμπρουάζ Λιεμπώ, ιδρυτή της Σχολής του Νανσύ, καθώς και τα πειράματα του Ιππολύτ Μπέρνχαϊμ.
Την περίοδο αυτή, ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε η γνωριμία και φιλία τού Φρόυντ με τον διακεκριμένο γιατρό Γιόζεφ Μπρόιερ (1842-1925). Ο Μπρόιερ είχε αναλάβει μία κλασική περίπτωση υστερίας, γνωστή στην ιατρική βιβλιογραφία ως η περίπτωση της «Άννας Ο.»[3]Μελέτες για την Υστερία (Studien über Hysterie, 1895), έργο από το οποίο θεωρείται πως αναδύθηκε η Ψυχανάλυση (ειδικότερα το κεφάλαιο με τίτλο «Περί του ψυχικού μηχανισμού των υστερικών φαινομένων»). Ο Φρόυντ επιθυμούσε να απελευθερωθεί από τη μέθοδο της ύπνωσης, την οποία απαρνήθηκε οριστικά ως θεραπευτική μέθοδο το 1896, και σταδιακά μετατοπίστηκε από την καθαρτική μέθοδο στην ψυχαναλυτική. Μέσα από μία τεχνική ελεύθερων συνειρμών τού ασθενούς, παρατήρησε πως αναδυόταν στην επιφάνεια ένας σημαντικός αριθμός από μνήμες του, που αφορούσαν σεξουαλικές εμπειρίες, γεγονός που τον οδήγησε στη βαθύτερη διερεύνηση τού ρόλου των σεξουαλικών παραγόντων στις νευρώσεις. Οι Μελέτες για την Υστερία δεν έτυχαν θερμής αποδοχής από τον ιατρικό κόσμο και λίγο πριν την έκδοσή τού βιβλίου, η συνεργασία του με τον Μπρόιερ διακόπηκε, κυρίως εξαιτίας της απροθυμίας του τελευταίου να ακολουθήσει τον Φρόυντ στη βαθύτερη διερεύνηση της σεξουαλικότητας ως αιτιολογία των νευρώσεων και να ασπαστεί τις ρηξικέλευθες ιδέες του. Την περίοδο 1893-98, δημοσίευσε περίπου δώδεκα εργασίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν εκείνες για τις «αμυντικές νευροψυχώσεις», όπου ο Φρόυντ αναφέρεται στην «άμυνα» ή «απώθηση» ως κεντρικής σημασίας για τον «ψυχικό μηχανισμό». Περίπου το ίδιο διάστημα με τη διακοπή τής συνεργασίας του με τον Μπρόιερ, ο Φρόυντ ανέπτυξε φιλία και συνεργάστηκε με τον Βίλχελμ Φλις (Wilhelm Fliess), ο οποίος ειδικευόταν στις ρινολαρυγγικές παθήσεις, ωστόσο τα ενδιαφέροντά του επεκτείνονταν ευρύτερα στην ιατρική και τη βιολογία. Ο Φλις έγινε κυρίως γνωστός για τις θεωρίες του πάνω στην σεξουαλική περιοδικότητα των ζωικών δραστηριοτήτων[5], απόψεις για τις οποίες έδειξε προσωρινά ενδιαφέρον ο Φρόυντ. Η φιλία τους διήρκεσε περίπου μέχρι το 1900 και χαρακτηρίζεται περισσότερο ως μία εσωτερική ανάγκη του Φρόυντ[6], καθώς στο πρόσωπο του Φλις ανακάλυψε έναν ένθερμο υποστηρικτή τού έργου του. Η συμβολή του στη διαμόρφωση των ιδεών τού Φρόυντ είναι αμφιλεγόμενη. και είχε ανακαλύψει τυχαία πως όταν στη διάρκεια της ύπνωσής της, η ασθενής θυμόταν λεπτομερώς και εξέφραζε την αρχική κατάσταση που είχε οδηγήσει στο υστερικό σύμπτωμα, τότε αυτό εξαφανιζόταν. Αυτή την «καθαρτική μέθοδο» του Μπρόιερ εφάρμοσε ο Φρόυντ για πρώτη φορά το 1889, αποκτώντας σταδιακά σημαντική εμπειρία. Μαζί με τον Μπρόιερ δημοσίευσε αποτελέσματα των δοκιμών τους στις
H περίοδος μέχρι το 1906 υπήρξε εν γένει μία από τις δημιουργικότερες φάσεις στη ζωή του Φρόυντ, κατά την οποία διαμόρφωσε αρκετές από τις καινοτόμες θεωρίες του, παρά το γεγονός πως βρισκόταν σχεδόν απομονωμένος από τον υπόλοιπο ιατρικό κόσμο. Ιδιαίτερης αξίας θεωρείται η ανακάλυψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος, το οποίο υποδηλώνει την αγάπη κάθε παιδιού για τον ένα γονιό και τη ζηλότυπη εχθρότητα προς τον άλλο. Η σύλληψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος καταγράφεται σε επιστολές του το 1897, την ίδια περίπου περίοδο που ο Φρόυντ ξεκίνησε την αυτοανάλυσή του. Στις 4 Νοεμβρίου του 1899, εκδόθηκε επίσης ένα από τα σημαντικότερα έργα του και κατά πολλούς το κορυφαίο βιβλίο του, Η Ερμηνεία των Ονείρων (γερμ.:Die Traumdeutung), με βασικό θέμα τη διερεύνηση του ονείρου ως εκπλήρωση μίας επιθυμίας. Βασική του θέση ήταν ότι το όνειρο (ακόμη και οι εφιαλτες) αποτελεί πάντοτε την εκπλήρωση μιας ασυνείδητης επιθυμίας, η έκφραση της οποίας όμως λογοκρίνεται πριν γίνει συνειδητή και παραμορφώνεται με διάφορους μηχανισμούς, όπως η μετάθεση και η χρήση συμβόλων. Το βιβλίο αγνοήθηκε για περίπου μία δεκαετία πριν αρχίσει να αναγνωρίζεται η αξία του, περίοδο κατά την οποία εμφανίστηκαν λίγες και ως επί το πλείστον περιφρονητικές κριτικές.
Αναγνώριση
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η απομόνωση του Φρόυντ άρχισε να μειώνεται, καθώς αρκετοί διακεκριμένοι ψυχίατροι χρησιμοποιούσαν την ψυχαναλυτική μέθοδο για την αντιμετώπιση νευρώσεων. Στην ψυχιατρική κλινική της Ζυρίχης, το προσωπικό τού καθηγητή ψυχιατρικής Eugen Bleuler, με εξέχουσα μορφή τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ, εφάρμοζε τις ιδέες του Φρόυντ προς διάφορες κατευθύνσεις και από τον Απρίλιο του 1906 ξεκίνησε μία τακτική αλληλογραφία μεταξύ του Γιουνγκ και του Φρόυντ, η οποία διατηρήθηκε για τα επόμενα επτά χρόνια. Συνεργασία ανέπτυξε επίσης με τον ψυχαναλυτή Καρλ Άμπραχαμ (Karl Abraham) και τον παθολόγο, με ενδιαφέρον στον υπνωτισμό, Σαντόρ Φερέντσι (Sandor Ferenczi), οι οποίοι μαζί με τους Όττο Ρανκ, Έρνεστ Τζόουνς, Μαξ Άιτινγκον (Max Eitingon) και Χανς Ζαξ (Hans Sachs), αποτέλεσαν μέλη ενός μικρού κύκλου συνεργατών του Φρόυντ, αποκαλούμενος στη Ζυρίχη και «κύκλος Φρόυντ». Τον Απρίλιο του 1908 πραγματοποιήθηκε στο Σάλτσμπουργκ μία διεθνής συνάντηση, ένα ιδιότυπο συνέδριο που ονομάστηκε «επισήμως» από τον Γιουνγκ Συνάντηση για τη Φροϋδική Ψυχολογία, στο οποίο συμμετείχαν 42 σύνεδροι που ασκούσαν ή άσκησαν αργότερα την ψυχανάλυση και παρουσιάστηκαν συνολικά εννέα εργασίες. Η συνάντηση αυτή θεωρείται μία από τις πρώτες δημόσιες αναγνωρίσεις τού έργου του. Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο Φρόυντ, ο Γιουνγκ, ο Έρνεστ Τζόουνς και ο Άλφρεντ Άντλερ, ενώ στην ίδια συνάντηση αποφασίστηκε η έκδοση του πρώτου περιοδικού που θα ήταν αφιερωμένο στην ψυχανάλυση και ονομάστηκε Επετηρίδα Ψυχαναλυτικών και Ψυχοπαθολογικών Μελετών.
Σημαντική συμβολή στην είσοδο τού έργου τού Φρόυντ σε έναν ευρύτερο κύκλο είχε επίσης η πρόσκληση που του απηύθυνε το 1909 ο Στάνλεϋ Χωλ, καθηγητής και πρόεδρος τού Πανεπιστημίου Κλαρκ στη Μασσαχουσέτη, για μία σειρά διαλέξεων με αφορμή την εικοστή επέτειο από την ίδρυση του πανεπιστημίου. O Φρόυντ πραγματοποίησε πέντε ομιλίες και αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα, γεγονός που ο ίδιος χαρακτήρισε ως «πρώτη επίσημη αναγνώριση» των προσπαθειών του. Στα πλαίσια ενός γενικευμένου «κινήματος» γύρω από την ψυχανάλυση, ιδρύθηκε το 1910 η Διεθνής Ψυχαναλυτική Εταιρεία, με πρόεδρο τον Γιουνγκ, την ίδια στιγμή που άλλες τοπικές εταιρείες εξελίσσονταν στη Βιέννη, στο ΒερολίνοΖυρίχη, ενώ παράλληλα εκδίδονταν αρκετά νέα περιοδικά αφιερωμένα στην ψυχανάλυση. Την περίοδο αυτή, η ψυχανάλυση ήταν αντικείμενο συζήτησης σε πολυάριθμα συνέδρια, αν και ακόμα λίγες εργασίες τάσσονταν ευνοϊκά απέναντί της. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, είχε αντιθέτως πολύ ευρύτερη αποδοχή που οδήγησε στην ίδρυση της Αμερικανικής Ψυχαναλυτικής Ένωσης το 1911. και στη
Έργο
Το ασυνείδητο
Αν και ο Φρόυντ δεν ανακάλυψε για πρώτη φορά το ασυνείδητο, συνέβαλε ουσιαστικά στην μελέτη του. Κατά την περίοδο του 19ου αιώνα η επικρατούσα πεποίθηση ήταν θετικιστικής κατεύθυνσης, υπήρχε δηλαδή η άποψη πως ο άνθρωπος μπορούσε να ελέγξει με τη λογική τη συμπεριφορά του και τη σχέση του με τον κόσμο. Ο Φρόυντ πρότεινε ουσιαστικά πως αυτή η θέση είναι μία αυταπάτη καθώς οι άνθρωποι δρουν συχνά για λόγους που δεν άπτονται των συνειδητών σκέψεων τους, καθώς το ασυνείδητο μπορεί να αποτελεί την πηγή των ανθρώπινων κινήτρων. Ο Φρόυντ προέκτεινε τη θεωρία του μελετώντας συστηματικά τα όνειρα, τα οποία αποκάλεσε και τον «βασιλικό δρόμο προς το ασυνείδητο», θεωρώντας τα ως το καλύτερο δείγμα πεδίου δράσης του ασυνειδήτου. Στην σπουδαιότερη -σύμφωνα με τον ίδιο- εργασία του Η Ερμηνεία των Ονείρων, ανέπτυξε τα επιχειρήματα του περί της ύπαρξης του ασυνειδήτου αλλά και περιέγραψε μια μεθοδολογία για την πρόσβαση του ατόμου σε αυτό, μέσω του προ-συνειδητού.Μία κρίσιμη για τη λειτουργία του ασυνειδήτου διαδικασία είναι η απώθηση. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, οι άνθρωποι βιώνουν συχνά επίπονες σκέψεις ή μνήμες τις οποίες εφόσον δεν μπορούν να αντέξουν, έχουν τη δυνατότητα να τις απωθήσουν από το συνειδητό μέρος της λειτουργίας του εγκεφάλου στο ασυνείδητο.
Το Eκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ
Ο Φρόυντ, στην προσπάθεια ερμηνείας της λειτουργίας του ασυνειδήτου, πρότεινε πως διακρίνεται από μία δομή, σύμφωνα με την οποία διαιρείται σε τρία μέρη: το Εκείνο (ή Idλατ.), το Εγώ και το Υπερεγώ. Το εκείνο αντιπροσωπεύει τα κίνητρα, τα ένστικτα και τις βιολογικές ανάγκες του ατόμου και κατά συνέπεια είναι έμφυτο, υπάρχει δηλαδή κατά τη γέννηση και δεν επηρεάζεται από την εμπειρία του ατόμου. Η έννοια του Εγώ αποτελεί το λογικό μέρος που αν και δεν είναι έμφυτο, αναπτύσσεται και καλλιεργείται με την επίδραση της συσσωρευμένης εμπειρίας. Το Υπερεγώ αντιπροσωπεύει όλες τις θετικές ηθικές και κοινωνικές αξίες του ατόμου, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την ηθική συνείδηση. Ο Φρόυντ διατύπωσε περαιτέρω πως η αλληλοσυσχέτιση των τριών αυτών στοιχείων καθορίζουν την ψυχική κατάσταση του ατόμου, έτσι ώστε αν οι πιέσεις που εξασκούν το ένα πάνω στο άλλο είναι ετεροβαρείς, τότε δημιουργούνται συγκρούσεις ανάμεσα στο Εγώ και τις ενστικτώδεις ορμές ή τη συνείδηση, οι οποίες ωθούν το άτομο να καταφύγει σε συγκεκριμένους μηχανισμούς άμυνας.
Αμυντικοί ψυχικοί μηχανισμοί
Οι αμυντικοί μηχανισμοί αποτελούν ασυνείδητους μηχανισμούς που τίθενται σε λειτουργία από το Εγώ όταν αποτυγχάνουν διάφορες συνειδητές προσπάθειες. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, οι αμυντικοί μηχανισμοί είναι η μέθοδος με την οποία το Εγώ μπορεί να λύσει τις συγκρούσεις που υφίστανται με το Υπερεγώ και το Εκείνο (ID). Η χρήση των μηχανισμών αυτών από το άτομο είναι πολλές φορές χρήσιμη —εάν γίνεται συγκρατημένα— αλλά η κατάχρηση ή η επαναχρησιμοποίησή τους μπορεί να οδηγήσει σε ψυχολογικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη. Οι αμυντικοί μηχανισμοί περιλαμβάνουν διάφορες ομάδες ή μηχανισμούς όπως την άρνησηαπώθηση (repression), την απομόνωση, την μετατόπιση, την προβολήπαλινδρόμηση (regression) ή την εκλογίκευση (rationalization). Σημαντικό έργο πάνω στον τομέα των αμυντικών μηχανισμών πρόσφερε και η κόρη του Φρόυντ, Άννα, η οποία βασίστηκε στο έργο του και το επέκτεινε. (denial), την (projection), την
1 σχόλιο:
THANKS
Δημοσίευση σχολίου